Geske

Μικρές ιστορίες... / Small stories...

62 posts in this topic

Στο βιβλίο του Ηρακλή Ευστρατιάδη "μία Ιστορία...ένα Τραγούδι..." (100 αγαπημένα τραγούδια και οι ιστορίες τους (εκδόσεις Toubi's)που κυκλοφόρησε πρόσφατα , περιέχονται εκτός των άλλων και οι ιστορίες 13 τραγουδιών που έχουν δισκογραφηθεί, σε πρώτη ή μεταγενέστερη εκτέλεση από το Γιώργο Νταλάρα.

"Ο θάνατος του ποιητή"

(Απ.Καλδάρα-Πυθαγόρα)

"Το τραγούδι "Ο θάνατος του ποιητή" του Απόστολου Καλδάρα, σε στίχους Πυθαγόρα, αναφέρεται στον περίφημο και ιδιαίτερα αγαπητό στους Έλληνες , Ισπανό ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.

Ο Λόρκα γεννήθηκε στη Γράναδα το 1899 και ήταν γιος γαιοκτήμονα.Μεγάλωσε στην ισπανική φύση, γνωρίζοντας από κοντά τους αγρότες και το μόχθο τους, αφομοιώνοντας εικόνες από την καθημερινότητά τους, τις οποίες αργότερα εξέφρασε στις ποιητικές του συλλογές και στα θεατρικά του έργα.Ο Λόρκα σπούδασε Νομικά και Φιλοσοφία, ενώ ασχολήθηκε απο νωρίς με τη λογοτεχνία και τη μουσική.Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο "Τοπία και εντυπώσεις" το εξέδωσε το 1918, έπειτα από ένα ταξίδι στην Καστίλη.Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη όπου, εκτός από τη μουσική και την ποίηση,ασχολήθηκε και με το θέατρο.Το 1921 δημοσίευσε "Το βιβλίο ποιημάτων" που τον έκανε γνωστό στο ευρύτερο κοινό, αλλά η φήμη του εδραιώθηκε το 1927, όταν παρουσίασε την ποιητική του συλλογή "Τσιγγάνικα τραγούδια" και το πατριωτικό θεατρικό έργο Μαριάντα Πινέντα.Στη Μαδρίτη ο Λόρκα ίδρυσε το Πανεπιστημιακό θέατρο "Λα μπαράκα", με το οποίο περιόδευσε σε ολόκληρη την Ισπανία.Τότε άρχισε και η μεγάλη του θεατρική παραγωγή: "H μπαλωματού", "Ο ματωμένος γάμος", "Το σπίτι της Μπερνάρντα" και "Τι επικήδειο άσμα" του Ιγνάτιου Μεχίας, που κατά πολλούς θεωρείται το καλύτερο έργο του.Ο θάνατός του Λόρκα επήλθε ξαφνικά , κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο.Σύμφωνα με μαρτυρίες, συνελήφθη τον Αύγουστο του 1936 από τους ένοπλους στασιαστές του Φράνκο που τον δολοφόνησαν χωρίς λόγο, στα περίχωρα της Γρανάδα.Ο Λόρκα "έφυγε" στα 37 του μόλις χρόνια.Ο θάνατός του προκάλεσε οργή και θλίψη όχι μόνο στον ισπανικό λαό αλλά και στην παγκόσμια πνευματική κοινότητα.

Ο Λόρκα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της παγκόσμιας λογοτεχνίας.Τα έργα του μεταφράστηκαν σε πάρα πολλές γλώσσες , ενώ στην Ελλάδα αγαπήθηκε όσο λίγοι ξένοι ποιητές και συγγραφείς".

Αύριο: "Ο σαλταδόρος"

Share this post


Link to post
Share on other sites
Στο βιβλίο του Ηρακλή Ευστρατιάδη "μία Ιστορία...ένα Τραγούδι..." (100 αγαπημένα τραγούδια και οι ιστορίες τους (εκδόσεις Toubi's)που κυκλοφόρησε πρόσφατα , περιέχονται εκτός των άλλων και οι ιστορίες 13 τραγουδιών που έχουν δισκογραφηθεί, σε πρώτη ή μεταγενέστερη εκτέλεση από το Γιώργο Νταλάρα.

"Ο σαλταδόρος"

(Μιχάλη Γενίτσαρη)

"Ένα από τα τραγούδια που έγραψε ο Μιχάλης Γενίτσαρης το 1942, στα χρόνια της Κατοχής, είναι και "Ο σαλταδόρος" που τραγουδήθηκε σε κείνα τα χρόνια όσο κανένα άλλο και δικαιολογημένα αναφέρεται ως "ο ύμνος της κατοχής".

Το θέμα του τραγουδιού, βέβαια, για τους περισσότερους είναι γνωστό.Τον καιρό της Κατοχής υπήρχε σχεδόν παντελής έλλειψη τροφίμων και η πείνα θέριζε κυρίως την Αθήνα και τον Πειραιά.Έτσι οι άνθρωποι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βρουν οτιδήποτε φαγώσιμο, ώστε να επιβιώσουν.Αρκετές χιλιάδες δυστυχώς δεν τα κατάφεραν.Κάτω από αυτές τις συνθήκες προέκυψαν "οι σαλταδόροι", κυρίως άντρες αλλά και ορισμένες γυναίκες, που με κίνδυνο της ίδιας της ζωής τους, σκαρφάλωναν στα γερμανικά ή στα ιταλικά καμιόνια για να αρπάξουν καμιά ζεστή κουραμάνα ή οτιδήποτε άλλο φαγώσιμο, και όχι μόνο...Έπαιρναν ότι έβρισκαν στις καρότσες των φορτηγών , προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν ή να το πουλήσουν. "Μπενζίνες, πετρέλαια και ρεζέρβες" αναφέρει ο Γενίτσαρης στο τραγούδι του.Από τα λάστιχα των αυτοκινήτων έφτιαχναν παπούτσια εκείνα τα δύσκολα χρόνια.Παραθέτουμε ενδεικτικά μια αγγελία εφημερίδας του 1943:

"Δίδεται αμοιβή 3.000.000 δρχ.εις όποιον υποδείξει θετικώς, το σημείον που βρίσκονται 4 ελαστικά μεταχειρισμένα, μετά των τροχών και αεροθαλάμων, κλαπέντα την Τετάρτη προς Πέμπτη Ιανουαρίου εκ της οδού Βουλιαγμένης 59 παρά γερμανικού αυτοκινήτου..."

Οι σαλταδόροι συνήθως την έστηναν στις ανηφοριές , εκεί που αγκομαχούσαν τα φορτηγά και κόβανε την ταχύτητά τους, ώστε να προλάβουν να ανέβουν στην καρότσα.Οι σαλταδόροι λειτουργούσαν αυτόνομα, αλλά και σαν ομάδα.Ένας ή δύο ανέβαιναν με σβελτάδα στο φορτηγό, άρπαζαν τα τρόφιμα ή ότι έβρισκαν και τα πετούσαν κάτω στο έδαφος, όπου οι υπόλοιποι της ομάδας τα μάζευαν.Στη συνέχεια, βέβαια, όπου φύγει φύγει.Πολλές φορές όμως δεν τα κατάφερναν και γίνονταν αντιληπτοί από τους Γερμανούς, οι οποίοι πυροβολούσαν στο ψαχνό.

Το τραγούδι του Μιχάλη Γενίτσαρη γεννήθηκε από έναν φίλο του Πειραιώτη σαλταδόρο.Ο Πειραιάς είχε πολλούς, και μάλιστα είχαν γίνει "επαγγελματίες", κατά μια έννοια.Το είχαν σύστημα καθημερινό να σαλτάρουν στα φορτηγά των Γερμανών , και όχι μόνο εξασφάλιζαν τα προς το ζην, αλλά οικονομούσαν κιόλας.Ο Γενίτσαρης αναφέρει πως αρκετοί σαλταδόροι ήταν καλοντυμένοι, χορτάτοι και φτιαγμένοι στην πένα.Αρκετοί σύχναζαν σε κεντράκια με μουσική, τα οποία είχαν παραμείνει ανοιχτά στην Κατοχή.Στην αυτοβιογραφία του ο Γενίτσαρης αναφέρει (Ρεμπέτικη ιστορία, εκδόσεις Νεφέλη, σελ.244):

"Ένας σαλταδόρος φίλος μου, ένα βράδυ μου έκανε παράπονα γιατί τον ζηλεύανε οι άλλοι επειδή ήτανε καλοντυμένος παντα και τον κατηγοράγανε...Μου είπε ο άνθρωπος ότι γι'αυτήν τη δουλειά δεν μπορεί να την κάνει όποιος όποιος γιατί θέλει ψυχή επειδή οι Γερμανοί δεν χαρίζουν.Αφού δεν μπορούν να την κάνουν, έλεγε, γιατί ζηλεύουνε; "

Τότε ο Γενίτσαρης , με αφορμή τον φίλο του τον σαλταδόρο που τον ζηλεύανε οι άλλοι έγραψε το ίδιο βράδυ:

"Ζηλεύουνε δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε

μπατίρη θέλουν να με δουν για να φχαριστηθούνε"

Στη συνέχεια έγραψε και τα υπόλοιπα για τους σαλταδόρους και έτσι έγινε το θρυλικό τραγούδι, που ο Γενίτσαρης το λανσάρισε αμέσως τις επόμενες μέρες στο κεντράκι όπου δούλευε.

Όταν πρωτακούστηκε ξετρελάθηκαν όλοι.Σε λίγες μέρες το είχε μάθει ολόκληρη η Αθήνα και ο Πειραιάς και, μετά από μερικές εβδομάδες, ολόκληρη η Ελλάδα.Όλες οι κομπανίες που δούλευαν στα μαγαζιά είχαν στο ρεπερτόριό τους υποχρεωτικά το "σαλταδόρο", γιατί το παράγγελνε ο κόσμος και πλήρωνε να το ακούει.Έπεφτε πολύ χαρτούρα με τον "σαλταδόρο" και τόσο οι μαγαζάτορες όσο και οι μουσικοί οικονομούσαν...Φαντασθείτε ότι ακόμα και οι Γερμανοί το τραγουδούσαν , ήταν ο ύμνος της Κατοχής.

Ωστόσο "Ο σαλταδόρος" , για διάφορους λόγους, δεν έγινε δίσκος σε κείνα τα χρόνια αλλά ούτε και στα επόμενα, μέχρι το 1975 που τραγούδησε ο Γιώργος Νταλάρας στο δίσκο "Τα ρεμπέτικα της Κατοχής", κάνοντάς το έτσι γνωστό στους νεότερους.Στην Αμερική πρέπει να πούμε ότι γραμμοφωνήθηκε από τον Γιώργο Κατσαρό (τον ρεμπέτη) το 1945, αλλά ελάχιστα κυκλοφόρησε".

Από λάθος αναγράφεται σαν χρονολογία της ηχογράφησης του "Σαλταδόρου" από το Γιώργο Νταλάρα το 1975.Ξέρουμε όλοι φυσικά πως η συγκεκριμένη ηχογράφηση έγινε το 1980.

Αύριο: "Στέλιος Καρδάρας".

Share this post


Link to post
Share on other sites
Στο βιβλίο του Ηρακλή Ευστρατιάδη "μία Ιστορία...ένα Τραγούδι..." (100 αγαπημένα τραγούδια και οι ιστορίες τους (εκδόσεις Toubi's)που κυκλοφόρησε πρόσφατα , περιέχονται εκτός των άλλων και οι ιστορίες 13 τραγουδιών που έχουν δισκογραφηθεί, σε πρώτη ή μεταγενέστερη εκτέλεση από το Γιώργο Νταλάρα".

"Στέλιος Καρδάρας"

(Μιχάλη Γενίτσαρη)

"Το τραγούδι του Μιχάλη Γενίτσαρη "Στέλιος Καρδάρας" αναφέρεται σε έναν από τους ηρωικότερους σαμποτέρ της Εθνικής Αντίστασης, που πιάστηκε από γερμανόφιλους και ταγματασφαλίτες το 1944 και εκτελέστηκε σε ηλικία 18 χρονών,,,

Ο Στέλιος Καρδάρας υπήρξε ο φόβος και ο τρόμος των Γερμανών στα χρόνια της Κατοχής.Τό'λεγε η ψυχή του παλικαριού , που κατά τις περιγραφές ήταν δυο μέτρα μπόι, λεβέντης και πατριώτης απ'τους λίγους.Ανατίναζε αποθήκες, τρένα, αυτοκίνητα, ενώ σαλτάριζε στα καμιόνια και άρπαζε τρόφιμα και άλλα χρήσιμα είδη, τα οποία στη συνέχεια μοίραζε στο φτωχόκοσμο.Μια φορά σταμάτησε με πιστόλια στα χέρια ένα γερμανικό αυτοκίνητο γεμάτο τυριά και ανάγκασε τους Γερμανούς να κατέβουν κάτω.Μαζεύτηκε κόσμος και ο Στέλιος άρχισε να μοιράζει στον κόσμο τα τυριά.Ύστερα ανέβασε τους Γερμανούς στο αυτοκίνητο και τους έδιωξε.

Τα κατορθώματα του Καρδάρα στα χρόνια της Κατοχής έμειναν στην ιστορία.Στον Πειραιά τον θυμούνται ακόμα και οι παλιοί.Οι Γερμανοί τον κυνηγούσαν με μανία.Είχαν βάλει λυτούς και δεμένους για να τον βρουν.Μια μέρα, καλοκαίρι του '44, πήγε στα περιβόλια του Ρέντη, σε μια στέρνα για να πλυθεί.Έβγαλε τα ρούχα του κι ακούμπησε τα πιστόλια του στο πλάι.Όμως του την είχανε στημένη.Κάποιος χαφιές τον είχε προδώσει.Μόλις έσκυψε να πλυθεί, ορμήσανε πάνω του με λύσσα και τον ακινητοποίησαν.Τον έδεσαν με ένα σύρμα και τον πήγανε στον ’γιο Διονύση στη Δραπετσώνα.Εκεί τον εκτέλεσαν με πολλές τουφεκιές.Τόσο μίσος του είχαν, που του έκοψαν τα γεννητικά όργανα.Ο Στέλιος Καρδάρας ήταν μόλις18 χρόνων...

Ο Μιχάλης Γενίτσαρης έγραψε το τραγούδι μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο του Καρδάρα.Όταν το ετοίμασε, αρχισε να το τραγουδάει στα κεντράκια. Έτσι,από στόμα σε στόμα,το τραγούδι μαθεύτηκε στον Πειραιά και στην Αθήνα.Αμέσως μετά την απελευθέρωση οργανώθηκε από τον ΕΛΑΣ μια εκδήλωση προς τιμήν του Στέλιου Καρδάρα, στην πλατεία του Αι-Νικόλα της Νέας Κοκκινιάς (Νίκαια), όπου μαζεύτηκαν πάνω από 5000 άνθρωποι.Στήθηκαν μεγάφωνα και , αφού κρατήθηκε ενός λεπτού σιγή, ο Μιχάλης Γενίτσαρης τραγούδησε τον "Στέλιο Καρδάρα".Τα μάτια του κόσμου πλημμύρισαν με δάκρυα.

Το τραγούδι έγινε γνωστό σε κείνα τα χρόνια αλλά δεν φωνογραφήθηκε.Το 1975 ο Γιώργος Νταλάρας το ερμήνευσε στο δίσκο "Τα ρεμπέτικα της Κατοχής".

Το ίδιο λάθος υπάρχει και στο συγκεκριμένο τραγούδι με το χθεσινό, σαν χρονολογία της ηχογράφησης δηλαδή αναγράφεται το 1975 αντί για 1980.

Αύριο: "Ο Κάβουρας"

Share this post


Link to post
Share on other sites
Στο βιβλίο του Ηρακλή Ευστρατιάδη  "μία Ιστορία...ένα Τραγούδι..." (100 αγαπημένα τραγούδια και οι ιστορίες τους (εκδόσεις Toubi's)που κυκλοφόρησε πρόσφατα , περιέχονται εκτός των άλλων και οι ιστορίες 13 τραγουδιών που έχουν δισκογραφηθεί, σε πρώτη ή μεταγενέστερη εκτέλεση από το Γιώργο Νταλάρα.

"Ο Κάβουρας"

Μάρκου Βαμβακάρη

1η εκτέλεση Γρηγόρης Μπιθικώτσης (1960)

Το τραγούδι "Ο Κάβουρας" είναι γραμμένο από τον Μάρκο Βαμβακάρη για τον ξακουστό τραγουδιστή του ρεμπέτικου Γιώργο Κάβουρα.

Ο Γιώργος Κάβουρας γεννήθηκε στο Καστελόριζο το 1907 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Σταμάτη Κάβουρα και της Γαρουφαλιάς Μπεηγιώργη, οι οποίοι απέκτησαν ακόμη δυο παιδιά, τον Βασίλη,το 1914, και τη Μαριάνθη, το 1917.Ο Σταμάτης Κάβουρας υπήρξε σπουδαίος βιολιστής και κατασκευαστής οργάνων, φυσικό επακόλουθο ήταν ο Γιώργος να ασχοληθεί από πολύ μικρή ηλικία με τη μουσική.Έπαιζε βιολί, σαντούρι και κιθάρα, ενώ διέθετε πολύ σπουδαία φωνή.Από τα τέλη της δεκαετίας του '20, μαζί με κάποιους φίλους του οργανοπαίκτες γύριζαν στις ταβέρνες του Πειραιά και διασκέδαζαν τους θαμώνες, ενώ πήγαιναν σε γάμους, χαρές και πανηγύρια που τους καλούσαν.Το 1930 ο Γιώργος γνωρίστηκε με την εικοσάχρονη Ειρήνη, με την οποία ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα.Σε λίγο καιρό την έκλεψε με το ταξί ενός φίλου και την πήγε στην Ελευσίνα, στη νονά του.Στις 15 Δεκεμβρίου του 1930 τελέστηκε ο γάμος τους.Ο Γιώργος Κάβουρας με την Ειρήνη απέκτησαν τρία παιδιά:τον Σταμάτη, το 1931, τη Γαρουφαλιά, το 1932, και τον Ανέστη, το 1936.Ο Κάβουρας στο μεταξύ συνεργάστηκε με όλους σχεδόν τους μουσικούς του Πειραιά και εμφανίστηκε σε διάφορα στέκια της εποχής.Μέχρι τότε δεν τραγουδούσε, τουλάχιστον επίσημα.Σε κάποιες πρόβες, εκεί γύρω στα 1933, τραγούδησε ένα δικό του τραγούδι και όλοι οι παρευρισκόμενοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό από την έξοχη φωνή του.Ο Στελλάκης Περπινιάδης ήταν κατηγορηματικός: "Γιώργο πρέπει να τραγουδήσεις σε δίσκο", του είπε.Έτσι ο Κάβουρας κάνει την εμφάνισή του στη δισκογραφία με το τραγούδι του Ιάκωβου Μοντανάρη "Ο Σερέτης", στις αρχές του 1936.

Θα ακολουθήσουν τραγούδια διαφόρων δημιουργών, όπως του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Κώστα Σκαρβέλη, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη του Γιώργου Κάβουρα και την καθιέρωσή του στη δισκογραφία της δεκαετίας του '30.(*) Συνολικά την περίοδο 1934-1941 ηχογράφησε 70 τραγούδια , εκ των οποίων τα 50 είναι του Κώστα Σκαρβέλη.

Στα χρόνια της Κατοχής συνέβησαν συνταρακτικά γεγονότα στη ζωή του Γιώργου Κάβουρα, που παραμένουν αδιευκρίνιστα.Ήταν χρόνια εξαθλίωσης , πείνας, φόβου και κυνηγητού.Προσπαθούσε να εξασφαλίσει τροφή για την οικογένειά του, ενώ τον κυνηγούσαν οι Ιταλοί, τον χτυπούσαν και απειλούσαν τη ζωή των παιδιών του.Εκείνος κρύφτηκε για κάποιο διάστημα και δεν πήγαινε σπίτι του.Λέγεται πιθανώς ότι οι Ιταλοί τον κυνηγούσαν σαν λιποτάκτη επειδή ήτανε από το Καστελόριζο και είχε ιταλική υπηκοότητα.Μέχρι τότε τα Δωδεκάνησα ανήκαν στους Ιταλούς , και οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν στον ιταλικό στρατό.Ο Κάβουρας βεβαίως είχε φύγει μικρός από το Καστελόριζο, και από το 1936 είχε πάρει την ελληνική υποκοότητα.’γνωστο παραμένει για ποιον ακριβώς λόγο τον κυνηγούσαν.Αυτό το κρυφτό και η απίστευτη ταλαιπωρία του ανθρώπου σε κείνα τα χρόνια της Κατοχής είχαν ως αποτέλεσμα ένα σύντομο και απρόσμενο τέλος.Στις 20 Φεβρουαρίου του 1943 ο Γιώργος Κάβουρας , σε ηλικία μόλις 36 ετών, άφησε την τελευταία του πνοή από εγκεφαλικό επεισόδιο.Τα αίτια ήταν αρκετά για να πάθει εγκεφαλικό.Εκτός από τα δεινά της Κατοχής, έπιασε και τη γυναίκα του Ειρήνη (**) με έναν Ιταλό.Προσπάθησε να τη σκοτώσει με μαχαίρι, τραυματίζοντάς τη στο χέρι.

Αναφερόμενος στο Γιώργο Κάβουρα ,ο Στελλάκης Περπινιάδης είχε πει στην αυτοβιογραφία του μεταξύ άλλων ("Ρεμπέτικη Ιστορία 1, εκδόσεις Νεφέλη, σελ.14):

"Τον είχα κοντά μου αργότερα σ'ένα μαγαζί δικό μου στην Κοκκινιά.Είχε νομίζω τρία παιδιά και μια γυναίκα πολύ "εξαιρετική".Από τη στεναχώρια του, έπαιρνε φόρα και χτύπαγε το κεφάλι του στον τοίχο.Ξαφνικά ένα απόγευμα έπαισε αναίσθητος.Πιο μπροστά παραπονιόταν για πόνους στο κεφάλι".

Ο Στελλάκης, μαζί με το Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιό) τον μετέφεραν στο νοσοκομείο όπου οι γιατροί διέγνωσαν όγκο στο κεφάλι.Λίγες μέρες αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή.Λίγο καιρό μετά το θάνατό του, ο Μάρκος Βαμβακάρης έγραψε για τον σπουδαίο τραγουδιστή το ομώνυμο τραγούδι "Ο Κάβουρας", το οποίο τραγουδιόταν στα κέντρα, όμως δεν έγινε εκείνη την εποχή δίσκος.Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια, όταν το 1960 η εταιρεία κάλεσε τον Μάρκο να ξαναπεράσει τα παλιά του τραγούδια με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.Ανάμεσα σε αυτά , ο Μάρκος τους έδωσε ορισμένα καινούργια, αλλά και τον "Κάβουρα", που είχε παραμείνει στο συρτάρι".

(*): "Ο Κάβουρας ερμήνευσε 70 τραγούδια διαφόρων συνθετών και ορισμένα δικά του.Ενδεικτικά αναφέρω: "Είσαι ζηλιάρα", "Επιάσανε τον Μπάτη", "Τσάκα τσούκα σπάστα", "Το παιδί του δρόμου", "Σε ξέχασα δεν σε πονώ", "Μέσα στο Τουρκολίμανο", "Κρυφό τον έχω τον καημό", "Τα ψαραδάκια", "Νησιωτοπούλα", "Παραπονιέμαι στον ντουνιά", "Πονώ δεν με λυπάσαι" και άλλα.Αρκετά στοιχεία για τη ζωή του και των πλήρη κατάλογο των τραγουδιών του παραθέτει ο Ηλίας Βολιώτης-Καπετανάκης στο βιβλίο του "Μάγκες αλήστου εποχής", εκδόσεις "Μετρονόμος" 2005".

(**): "Η Ειρήνη, μαζί με τα τρία παιδιά τους, έφυγαν για την Αυστραλία στα μέσα της δεκαετίας του '50.Εκεί γνωρίστηκε με κάποιον που ήταν άνθρωπος του υποκόσμου.Όταν το ανακάλυψαν οι δικοί της θέλησαν να τον απομακρύνουν και ζήτησαν την παρέμβαση της αστυνομίας, ώστε να πάψει να την ενοχλεί.Η αστυνομία τον συνέλαβε και τον φυλάκισε για έξι μήνες.Με την αποφυλάκισή του και θεωρώντας υπεύθυνη την Ειρήνη , τη δολοφόνησε στις 3 Ιουλίου του 1963".

Αύριο: "Nύχτωσε χωρίς φεγγάρι".

Share this post


Link to post
Share on other sites
Στο βιβλίο του Ηρακλή Ευστρατιάδη "μία Ιστορία...ένα Τραγούδι..." (100 αγαπημένα τραγούδια και οι ιστορίες τους (εκδόσεις Toubi's)που κυκλοφόρησε πρόσφατα , περιέχονται εκτός των άλλων και οι ιστορίες 13 τραγουδιών που έχουν δισκογραφηθεί, σε πρώτη ή μεταγενέστερη εκτέλεση από το Γιώργο Νταλάρα.

"Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι"

(Απόστολου Καλδάρα)

α'εκτέλεση : Στέλλα Χασκίλ (1947)

Το "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι" είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του λαού μας και έχει γνωρίσει πάμπολλες επανεκτελέσεις.Το τραγούδι έχει γραφτεί από τον Απόστολο Καλδάρα, με αφορμή τις συλλήψεις των αριστερών και των κομμουνιστών κατά την ταραγμένη εποχή του Εμφυλίου, που είχε ξεσπάσει από το Δεκέμβριο του 1944, αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς κατακτητές.Στα χρόνια του Εμφυλίου οι αριστεροί, οι κομουνιστές, αλλά και όποιοι εναντιώθηκαν στις ορέξεις των ’γγλων, κυνηγήθηκαν , εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν και , βεβαίως, πολλοί εκτελέστηκαν.Ο Καλδάρας το 1946 σπούδαζε στη Γεωπονική της Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα δούλευε ως μουσικός σε κάποια ταβερνάκια της πόλης.Σε ένα από αυτά έπαιζε μαζί του μπουζούκι ο Χρήστος ο Σαλονικιός, του οποίου το σπίτι ήταν ακριβώς πίσω από τις φυλακές του Επταπυργίου (Γεντί Κουλέ). Συχνά ο Καλδάρας πήγαινε στο σπίτι του Χρήστου και από κει έβλεπε να σέρνουν με τις χειροπέδες τα νέα παλικάρια και να τα ρίχνουν χτυπώντας τα στη φυλακή.Αυτές οι εικόνες έμειναν χαραγμένες βαθιά στη σκέψη του και , ως ευαισθητοποιημένος δημιουργός, τις εξέφρασε μέσα στο τραγούδι "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι". Οι αρχικοί στίχοι του τραγουδιού όμως δεν πέρασαν από την επιτροπή λογοκρισίας , έτσι αναγκάστηκε να αλλάξει μερικά από τα στιχάκια, ώστε να γραμμοφωνηθεί και να κυκλοφορήσει ο δίσκος".

Και οι αρχικοί στίχοι του τραγουδιού:

"Νύχτωσε και στο Γεντί, το σκοτάδι είναι βαθύ

κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί

’ραγε τι περιμένει όλη νύχτα ως το πρωί

στο στενό το παραθύρι που φωτίζει το κελί

Πόρτα ανοίγει,πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί

τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή".

Τη Δευτέρα: "Όμορφη πόλη".

Share this post


Link to post
Share on other sites
Στο βιβλίο του Ηρακλή Ευστρατιάδη  "μία Ιστορία...ένα Τραγούδι..." (100 αγαπημένα τραγούδια και οι ιστορίες τους (εκδόσεις Toubi's)που κυκλοφόρησε πρόσφατα , περιέχονται εκτός των άλλων και οι ιστορίες 13 τραγουδιών που έχουν δισκογραφηθεί, σε πρώτη ή μεταγενέστερη εκτέλεση από το Γιώργο Νταλάρα.

"Όμορφη πόλη"

(Μίκη Θεοδωράκη-Γιάννη Θεοδωράκη)

Α'εκτέλεση Μίκης Θεοδωράκης (1960-1961)

"Ένα από τα θαυμάσια τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη είναι και η "Όμορφη πόλη" σε στίχους του αδερφού του Γιάννη Θεοδωράκη.

Ο Γιάννης Θεοδωράκης , μαθητής της έκτης Γυμνασίου, 17 χρόνων το 1950 στα Χανιά, έγραφε στίχους κρυφά απ'όλους.Κατόπιν όμως πέταγε τα χαρτιά γιατί δεν συγχωρούσε στον εαυτό του τέτοιες ευαισθησίες , να γράφει ποιήματα.Πιθανώς, επειδή ντρεπόταν τους συμμαθητές του.Σε ένα από τα πεταμένα χαρτιά του ήταν γραμμένη και η "Όμορφη πόλη", για έναν κρυφό του έρωτα.Ο Μίκης , που γνώριζε ότι ο αδερφός του ο Γιάννης γράφει στίχους, μάζευε συχνά από τον κήπο του σπιτιού τους, στο Γαλατά Χανίων, τα πεταμένα χαρτιά που ήταν διάσπαρτα "λες και ήταν κολοκυθάκια" όπως είχε πει ο ίδιος ο Μίκης.

Οι στίχοι της "Όμορφης πόλης" όπως και αρκετοί ακόμη συγκεντρώθηκαν και δημοσιέυτηκαν το 1960 ως συλλογή ποιημάτων με τον τίτλο "Λιποτάκτες".Στη συνέχεια μελοποιήθηκαν και τραγουδήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη στον ομώνυμο κύκλο τραγουδιών το 1961.Η "Όμορφη πόλη" έγινε ένα από τα διαχρονικά και αγαπημένα τραγούδια , ενώ γνώρισε από τότε αρκετές επανεκτελέσεις.Τραγουδήθηκε ακόμη και από την Edith Piaf στα γαλλικά".

Αύριο: "Tι σήμερα,τι αύριο,τι τώρα"

Share this post


Link to post
Share on other sites
Στο βιβλίο του Ηρακλή Ευστρατιάδη "μία Ιστορία...ένα Τραγούδι..." (100 αγαπημένα τραγούδια και οι ιστορίες τους (εκδόσεις Toubi's)που κυκλοφόρησε πρόσφατα , περιέχονται εκτός των άλλων και οι ιστορίες 13 τραγουδιών που έχουν δισκογραφηθεί, σε πρώτη ή μεταγενέστερη εκτέλεση από το Γιώργο Νταλάρα.

"Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα"

(Β.Τσιτσάνη-Γερ.Τσάκαλου)

Α'εκτέλεση: Μ.Νίνου-Β.Τσιτσάνης (1954)

"Ένα από τα μεγάλα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη είναι και το "Τι σήμερα, τι αύριο , τι τώρα" που ερμήνευσε μοναδικά η Μαρίκα Νίνου το 1954.Το τραγούδι, όπως θα δούμε, είναι γραμμένο για το τέλος της "θυελλώδους" συνεργασίας τους, και όχι μόνο.

Η Νίνου με τον Τσιτσάνη γνωρίστηκαν το 1949, όταν εκείνη τραγουδούσε στο κέντρο "Φλόριδα" της λεωφόρου Αλεξάνδρας, με τον Στελλάκη Περπινιάδη και τον Μιχάλη Γενίτσαρη.Πριν ασχοληθεί με το τραγούδι, έκανε ακροβατικά μαζί με τον άντρα της και τον μικρό της γιο, ως "¨Ντούο Νίνο και μισό". Ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν στο μαγαζί του "Τζίμη του χοντρού" στην Αχαρνών με τη Σωτηρία Μπέλλου.Κάποια στιγμή έγινε μεγάλη φασαρία και η Μπέλλου αποχώρησε (μάλωσε με κάποιους θαμώνες βασιλικούς). Έτσι ο Τσιτσάνης πήρε στη θέση της τη Νίνου, η οποία μπορεί να μη διέθετε τεράστια φωνή, όμως είχε ένα εκρηκτικό ταμπεραμέντο στις ερμηνείες της και στο πάλκο , κάτι που τρέλαινε τον Τσιτσάνη. Σε λίγο καιρό το ντουέτο "Τσιτσάνης-Νίνου" χαλούσε κόσμο.Όπου εμφανίζονταν γινόταν το αδιαχώρητο. Όλοι ήθελαν να τους δουν και να ζήσουν μια βραδιά κοντά τους.

Ο Τσιτσάνης άρχισε να ηχογραφεί τα καινούργια του τραγούδια με τη φωνή της Νίνου και οι επιτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη, με αποτέλεσμα να γίνουν στις αρχές της δεκαετίας του '50 το δημοφιλέστερο ζευγάρι όχι μόνο στο πάλκο, αλλά και στην προσωπική τους ζωή.Η Νίνου τον "ξετρέλαινε" και φαίνεται ότι προσπάθησε να επισημοποιήσει τη σχέση τους και να τον αποτραβήξει από τη γυναίκα του. Ο Τσιτσάνης όμως δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να διαλύσει την οικογένειά του' έτσι, η σχέση του με τη Νίνου είχε εξαρχής ημερομηνία λήξης.Εκείνος το ήξερε καλά, ενώ εκείνη έτρεφε ελπίδες και πίστευε πως τελικά θα τον κερδίσει.Στο μεταξύ η Νίνου, εκμεταλλευόμενη την αδυναμία που της έδειχνε, του είχε πάρει τον αέρα και είχε αρχίσει να κανονίζει εκείνη τα συμβόλαια των μαγαζιών όπου θα εμφανίζονταν, τις πληρωμές , τη διάρκεια , τους συνεργάτες κτλ.

Δεν έφτανε όμως μόνο αυτό.Λέγεται ότι είχε καβαλήσει το καλάμι και ερχόταν συνεχώς σε προστριβές με άλλους συναδέλφους , αλλά και με την ίδια την οικογένεια του Τσιτσάνη.Εκείνος ανέχτηκε αυτή την κατάσταση για αρκετό καιρό, όχι μόνο επειδή της είχε αδυναμία, αλλά και επειδή ο κόσμος ήθελε να τους βλέπει μαζί στο πάλκο' ήταν το πιο εμπορικό ντουέτο.Η Νίνου το γνώριζε καλά αυτό και πατούσε εκεί πάνω.Επίσης, του ζητούσε επίμονα την αποκλειστικότητα, όχι μόνο στο πάλκο αλλά και στη δισκογραφία. Ο Τσιτσάνης, με υπομονή, προσπαθούσε να της εξηγήσει πως κάθε τραγούδι θέλει τη φωνή του και δεν μπορεί να τα λέει όλα εκείνη.

Τα καμώματα της Νίνου τον έκαναν να δυσανασχετεί και το ποτήρι ξεχείλιζε. Έπειτα , το 1952, πήγαν ένα ταξίδι για εμφανίσεις στηην Κωνσταντινούπολη, όπου εκεί έγιναν μεγάλες σκηνές ζηλοτυπίας.Εκείνη γυρνούσε μόνη της στην Πόλη με παλιούς γνωστούς της, θυμώνοντας τον Τσιτσάνη, που προφανώς για πείσμα αφέθηκε στον έρωτα μιας Τουρκοπούλας πριγκίπισσας, η οποία του έταζε πλούτη, παλάτια και όλου του κόσμου τα καλά, για να μείνει κοντά της. Όταν το αντιλήφθηκε η Νίνου έγινε έξαλλη. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, το χειμώνα του 1952-53, δούλεψαν πάλι μαζί στου "Τζίμη του χοντρού", όμως δεν μιλιόντουσαν.Πέρασε αρκετός καιρός για να τα ξαναφτιάξουν. Την καλοκαιρινή σεζόν του 1953 εμφανίστηκαν στην "Τριάνα" του Χειλά στη λεωφόρο Συγγρού, όμως η σχέση τους παρ'όλες τις συνεχόμενες επιτυχίες τόσο στη δισκογραφία όσο και στο πάλκο δεν ήταν σαν και πρώτα.

Στο μεταξύ εκείνη την εποχή εμφανίστηκαν και τα πρώτα συμπτώματα καρκίνου στη Νίνου.Ο Τσιτσάνης της συμπαραστάθηκε και την πήγε στον γιατρό, ο οποίος της σύστησε θεραπεία στην Αμερική. Η Νίνου τότε ζήτησε από τον Τσιτσάνη να πάνε περιοδεία στην Αμερική και συγχρόνως να κάνει τη θεραπεία της, και όποια χειρουργική επέμβαση χρειαζόταν.Εκείνος ήταν εξαρχής αρνητικός, αλλά έγινε ανένδοτος μόλις έμαθε ότι η γυναίκα του η Ζωή ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί τους.Το 1954 πια και οι δυο τους, Νίνου και Τσιτσάνης, γνώριζε ότι η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο.

Η ώρα του οριστικού τους χωρισμού πλησίαζε.Η Νίνου ετοιμαζόταν να φύγει στην Αμερική , ενώ ο Τσιτσάνης το Μάρτιο του '54 της έδωσε να πει ένα τραγούδι με ξεκάθαρα λόγια , για το τέλος αυτής της τετράχρονης μεγαλειώδους σχέσης τους: "Τι σήμερα , τι άυριο, τι τώρα" (*).

Η Νίνου πήρε το τραγούδι, το έμαθε, κατάλαβε τι σήμαιναν τα λόγια και , όταν έφτασε η ώρα της ηχογράφησης, δεν άντεξε να το τραγουδήσει.Σταμάτησε και έφυγε δακρυσμένη. Όλοι οι παρευρισκόμενοι στο στούντιο , μουσικοί, ηχολήπτες και παραγωγοί, πάγωσαν. Δεν ακουγόταν μιλιά , η σιωπή είχε κυριεύσει τα πάντα. Όταν επέστρεψε η Νίνου ήταν φανερά κλαμένη αλλά και συνάμα πεισματωμένη.Έπρεπε πλέον να βρει κουράγιο να συνεχίσει μόνη της το Γολγοθά που, όπως αποδείχτηκε,μόλις είχε αρχίσει για κείνη. Οι μουσικοί έπαιξαν την εισαγωγή και η Νίνου είπε το τραγούδι μια κι έξω, χωρίς άλλη διακοπή. Η ερμηνεία που καταγράφτηκε είναι συγκλονιστική.Το παράπονο και το κλάμα της Νίνου, εάν παρατηρήσει κανείς με προσοχή, είναι καταγεγραμμένα".

(*): "Οι αρχικοί στίχοι γράφτηκαν από τον Γεράσιμο Τσάκαλο κατόπιν παραγγελίας του Τσιτσάνη, ο οποίος στη συνέχεια τους διόρθωσε σε αρκετά σημεία. Τα στοιχεία που παραθέτω είναι από τη θαυμάσια έρευνα για τον Τσιτσάνη που έκανε ο συγγραφέας , καθηγητής και φίλος του Τσιτσάνη Σώτος Αλεξίου, στο βιβλίο του " Ο ξακουστός Τσιτσάνης", εκδόσεις Κοχλίας , 2003".

Αύριο: "Γαβριέλλα"

Share this post


Link to post
Share on other sites

Σαββατόβραδο στην Καισαριανή:

Λευτέρης Παπαδόπουλος:Το 1965,ήμουν τότε 30 ετών,μου χε κολλήσει πως θα πεθάνω.Επρόκειτω να κάνω μια εγχείρηση σκωληκοειδήτιδας-την έκανα τελικά με επιτυχία-και φοβόμουνα ότι δε θα τη βγάλω καθαρή στο χειρουργείο.Αυτές οι μαύρες σκέψεις,δυο μέρες πριν μπω στο νοσοκομείο,με γυρίζανε συνεχώς πίσω.Στη γερμανική κατοχή,στην πείνα.στην Αντίσταση,στις εκτελέσεις.Και φυσικά στην Καισαριανή.

<<Ήρθαν και βασίλεψαν τα βαθιά σου μάτια/κάποιο Σαββατόβραδο στην Καισαριανή..Κι όλα γίναν κεραυνός και πικρό ψωμί>>

Έγραψα τους στίχους βιαστικά-να προλάβω προτού τα κακαρώσω.Τους πήγα στον Ξαρχάκο.Πήρε το χειρόγραφο,του ριξε μια ματιά και,σαν έτοιμος από καιρό.έκατσε στο πιάνο.’ναψα τσιγάρο και τον παρατηρούσα καθώς προσπαθούσε να φέρει ένα 'μουσικό λογαριασμό'το κέιμενο.''Το βρήκα''μου είπε ύστερα από λίγο.'Θα φτιάξω ένα κομμάτι που θα είναι τελείως καινούριο σαν φόρμα'.Πράγματι έγραψε ένα τραγούδι αλλιώτικο,που άρχιζε σε ρυθμό χασάπικο και συνεχιζόταν και έκλεινε σε ζειμπέκικο,με μια τομή ανάμεσα στους δύο ρυθμούς.Μόλις μου το παιξε εντυπωσιάστηκα και το μόνο πρόβλημα ήταν πως θα χωρέσουν στο τραγούδι και οι τρεις στροφές μια και στους δίσκους των 45 στροφών το τρίλεπτο της διάρκειας δεν μπορούσε να επιμηκυνθεί με κανέναν τρόπο.Τελικά η δεύτερη στροφή που προετοιμάζει την τρίτη έμεινε απ'έξω και το τραγούδι κυκλοφόρησε...κολοβό!Αυτό μαθεύτηκε ακαριαία και,φυσικά-ήταν και οι καιροί δύσκολοι,λόγω της Αποστασίας-,άρχισε να καλλιεργείται ο μύθος ότι την ''εγχείρηση'' την έκανε η λογοκρισία.’ποψη που την ενίσχυαν με μισόλογα τόσο η εταιρία όσο και μεις-ο Ξαρχάκος και γω-αλλά και ο Μπιθικώτσης.

Η Καισαριανή έγινε αμέσως τραγούδι όλων των μπουάτ και των συναυλιών.ολοι οι 'έντεχνοι' την έβαλαν στο πρόγραμμα τους.Η Μούσχουρη την ερμήνευσε στο Olympia του Παρισιού και η Μελίνα τη γύρισε σε δίσκο με μια μικρή ορχηστρούλα,δίνοντάς της στα χρόνια της Δηκτατορίας που ακολούθησαν,μια άλλη δίασταση.Ακούγεται και σήμερα η Καισαριανά.Από προσεκτικά ακροατήρια,που συγκινούνται.Νομίζω ότι εκφράζει μια καλή στιγμή του Ελληνικού τραγουδιού.οσο για την κομμένη στροφή,τραγουδιέται από όλους,εδώ και χρόνια.Και ορισμένοι τραγουδιστές με πρώτο τον Γιώργο Νταλάρα την έχουν περάσει σε βινύλιο.

Share this post


Link to post
Share on other sites

I've fallen behind translating the stories, sorry...

Here is the background of a very old funny song by Dalaras, "Στην εποχή του Πάγκαλου", as given by Thanassis from the book by Efstratiadis. I don't think we have a translation of the song in the forum.

In Pangalos' time

"In Pangalos' time the skirts were long"

The peculiarities of dictator Theodoros Pangalos were really quite numerous. The most famous, we would say, is the persecution of women wearing short skirts. This prohibition stuck in popular memory in songs, jokes and theater plays.

"I like the tastes of Pangalos' / who lengthened our skirt for us... "

The decree that went down in history was entitled (dated November 30th 1925)

[Translator's note: the original is in the extraordinary high-flown "katharevousa" Greek that was, at that time, the official (written) form of the Greek language] "Concerning the regulation length of the skirts of girls over 12 years of age and of ladies when circulating in public spaces and buildings"

"It is decreed that women and girls over 12 years of age, when going out in public spaces and when entering public buildings, shall wear skirts of which the lower edge shall reach no farther than 30 cm from the ground. The parents of underage girls shall be responsible for the enforcement of the measure... Transgressions of the present decree shall punished with a fine according to article 007 of the penal code..."

The measure, as far as we know, seems to have been inspired by Mrs. Pangalos, one day in her husband's office. She asked the chief of police, who was present, why he allowed women out in public with their knees showing. Her observation was considered very correct and was added to Pangalos' campaign "against immorality in public life", which was one of his great schemes.

The implementation of the measure, after a some delays, meant to allow women to correct their dresses, started on March 22nd 1926. Until then, only warnings were issued. Meanwhile, womankind, as was only natural, was in turmoil; many Athenian women hurried to have their dresses made over according to the decree, while others did not take it seriously and discounted it. As the decree came into force, action started in down-town Athens, aiming to publicly ridicule transgressors. Policemen would stop women to measure their skirts. If they hung more than 30 cm from the ground, they fined them 100 drachmas. If the offense was repeated, the law decreed a sentence in the women's prison of 1 to 3 days, at the court's discretion, which was to take into account the general appearance and demeanor of the accused.

The resulting scenes, especially in the centre of Athens, were inimitable, their main theme being the disagreement between the women and the police officials about the exact length of the dress or skirt... In the end, dozens of women were brought to court and paid the fine, while some were locked in jail for two or three days. Meanwhile, the State organs dreamed up yet another devilish refinement to the decree: they decided that the minimum skirt length would not be applicable to "common women", so that no girl of woman would dare to be seen in a short skirt for fear of being taken for a whore.

Theodoros Pangalos (1878-1952) took over the government by a coup without bloodshed on 25 June 1925. His promises that he would introduce virtue into the workings of the state, but mostly the general weariness after a period of parliamentary unrest, contributed to his bloodless ascension to power and to his acceptation by the Parliament. After a tolerant initial period, disaffection started, at first because of his tyrannical methods, but mainly because of his inability to solve the country's economic problems. His time in office was marked, beside all the rest, by censorship of the press and the exile of political leaders but also of simple citizens. Pangalos was deposed on 22 August 1926 and succeeded by Georgios Kondylis.

"And Bairaktaris that tough man didn't stand any nonsense..."

Dimitris Bairaktaris was born in Agrinio in 1833, the son of Souliot family. In 1848, he went into the army and took part in the Cretan Revolt of 1866, as well as the ill-fated war of 1897 between Greece and Turkey. With his courage and military insight, he reached the rank of colonel. In 1893, Charilaos Trikoupis appointed him chief of police in Athens. Bairaktaris then made it his life's work to root out the "koutsavakides" (translator's note: their name is taken from the word for limping, because of their characteristic walk), the would-be big guys with a bad criminal record - most were drug abusers, violent, and frequented the cardsharpers' dens. Bairaktaris, at the head of a team of evzones, would walk into the cafene or taverna where they gathered, arrest them and expose them to public ridicule on Klauthmonos square. First he shaved off their moustache, then he cut off their hair, then he cut the sleeve off their jacket, leaving it unwearable, and finally he cut the long wide belt, usually red, which they wore trailing to the ground and which often led to misunderstandings if someone stepped on it. He then proceeded to take them to prison. In 1896, during the first modern Olympic games, Bairaktaris had a bright idea which worked out perfectly. The police had a big headache: how to deal with the pickpockets who would surely descend from everywhere on Athens for the occasion and relieve the spectators of their wallets - and worse. So, Bairaktaris picked up the local pickpockets and gave them to understand that it was a matter of national honour, and that if any thefts were noticed, it would threaten the dignity of the country, and so set them to watch the foreign thieves... and as a matter of fact, not a single theft was reported during the Olympic Games of 1896. Dimitris Bairaktaris died in 1900, a few months after leaving the army.

Share this post


Link to post
Share on other sites
Στο βιβλίο του Ηρακλή Ευστρατιάδη "μία Ιστορία...ένα Τραγούδι..." (100 αγαπημένα τραγούδια και οι ιστορίες τους (εκδόσεις Toubi's)που κυκλοφόρησε πρόσφατα , περιέχονται εκτός των άλλων και οι ιστορίες 13 τραγουδιών που έχουν δισκογραφηθεί, σε πρώτη ή μεταγενέστερη εκτέλεση από το Γιώργο Νταλάρα.

"Γαβριέλα"

(Κώστα Καλδάρα)

α'εκτέλεση: Κώστας Χατζημιχάλης-Γιώργος Νταλάρας (1988)

"Ένα από τα τραγούδια του Κώστα Καλδάρα είναι και η "Γαβριέλα" από το δίσκο "Νυχτερινή κυβέρνηση" που κυκλοφόρησε το 1988.Το τραγούδι αναφέρεται στην πλέον ξακουστή και επώνυμη ιερόδουλο της Αθήνας , τη Γαβριέλα Ουσάκοβα, που ξεπέταξε γενιές και γενιές εφήβων, που κράτησε αμέτρητες ώρες ερωτικής συντροφιάς σε χιλιάδες άνδρες.

Η Γαβριέλα είχε γεννηθεί στη Ρωσία το 1916 και έφτασε στην Αθήνα με την οικογένειά της, αφού παρέμειναν για μικρό χρονικό διάστημα στην Κωνσταντινούπολη.Η ίδια έλεγε σχεδόν με καμάρι ότι στην πορνεία μπήκε από τα 5 χρόνια της.Αφορμή ένας Τούρκος , μέσα στο καράβι που τους μετέφερε από τη Ρωσία στην Πόλη. Ο Τούρκος της έδωσε ένα πεντόλιρο και την αποπλάνησε.Η Γαβριέλα δεν έγινε πόρνη επειδή παραστράτησε στη ζωή της , ή επειδή κάποιος την έσυρε στην αμαρτία, τίποτα απ'όλα αυτά.Η Γαβριέλα το γούσταρε αυτό που έκανε.Σε μια συνέντευξή της στο περιοδικό "Ένα" , το 1990 , το αναφέρει:

"Κανένα απολύτως παράπονο δεν έχω, ούτε από την κοινωνία, ούτε από κανέναν, τι μου φταίει δηλαδή η κοινωνία; Aφού το 'παμε από μικρή, πώς να το εξηγήσω, τον ήθελα τον άντρα, τον λιγουρευόμουνα. Όχι, όχι, δεν μετάνιωσα για τίποτε!"

Η Γαβριέλα , που δούλευε έως τα 75 της χρόνια , είχε εκδώσει στη δεκαετία του 1980 ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο που γνώρισε μεγάλη επιτυχία.Στο βιβλίο της φυσικά μιλούσε για τους άντρες και τις επαγγελματικές της δραστηριότητες' μεταξύ άλλων ανέφερε ότι πρόσφερε στους άντρες στοργή και ζεστασιά, και ότι στο σπίτι της έβρισκε κανείς παρηγοριά, αφού με τους πελάτες γινόταν φίλη, έπιανε συζήτηση και πολλοί της εκμυστηρεύονταν τα προσωπικά τους προβλήματα.Επίσης ποτέ δεν ήταν βιαστική, ποτέ δεν τους φόβιζε και ποτέ δεν τους μιλούσε άσχημα. "Τους περιποιόμουνα γιατί σεβόμουνα τα λεφτά που μου δίνανε.Το σπίτι μου δεν το βλέπανε σαν μπουρδέλο, αλλά σαν καταφύγιο παρηγοριάς". Όταν κυκλοφόρησε το τραγούδι της Γαβριέλας , το 1988, εκείνη ζούσε ακόμη.Είχε χαρεί πολύ όταν το άκουσε.

Η μοίρα της ήταν να βρεθεί τρία χρόνια αργότερα , το 1991, άγρια δολοφονημένη στο διαμέρισμά της.Οι δράστες παρέμειναν άγνωστοι.Η Γαβριέλα, παρ'όλη την τεράστια περιουσία που είχε αποκτήσει, συνέχιζε να δουλεύει μέχρι τα 75 της.Οι άντρες ήταν η ζωή της.Η περιουσία που άφησε πίσω της, όπως ανέφεραν τα δημοσιεύματα της εποχής, ήταν 40 διαμερίσματα, καταθέσεις δεκάδων εκατομμυρίων και δυο τρία εξοχικά.

"Το τερπνόν μετά του ωφελίμου, μάτια μου" έλεγε η συγχωρεμένη η Γαβριέλα".

Αύριο: "Kόκκινο τριαντάφυλλο-Εκείνος ήταν μόνος".

Share this post


Link to post
Share on other sites

This story is not small, even in a condensed (and hasty) translation.

(From "Mi Espana Querida" by Antonio Burgos - but it's Juanito who speaks).

My name is Juan Valderrama Blanca and I was born in 1916 in Torredelcampo, a little village very close to Jaen, where as a child I learned to sing while collecting olives in winter or while my father made me to take care of the mules that he used to buy and sell to the gypsies for the village festivals, during hot summer days. I was singing flamenco while still wearing short pants. I begun to record my songs on the plates that were played on a gramophone that you had to wind up manually: it was called "singing machine". I recorded three big anthologies from the flamenco history that are now played on digital discs. My songs had been played on crystal diode radios, and now they are heard on satellite TVs. I know all the flamenco styles, I recorded seven hundred songs and traveled to all the theatres of Spain and of the world during my seventy years of life as an artiste. I dedicated all my life to singing and learning from the great masters, and I believe that I've achieved in my genre the maximum of all that is possible.

However, since I am a singer-songwriter that became known to the public through his own songs, my visiting card is El Emigrante.

With El Emigrante I appeared as the first singer-songwriter in Spain. The first who came to the wide audience with a letter written by them, a letter in which they recognized feelings, joys and pains of the people.

Such is the fame of El Emigrante that even Franco had requested an encore.

I believe that I am the only artiste to which Franco, being an extremely serious man, clapped his hands and requested an encore.

It happened in 1950 during a partridge hunt in the house of Don Francisco Aritio, in un estate near Madrid. Don Francisco Aritio was one of the richest people in Spain, investor in many enterprises. Dirty rich, of those capitals that were made after the war. I believe that a half of the Bank of Spain was his. And when we were working at the theater Calderon in Madrid, doing rehearsals of "Pena y Oro", a theater show that was written for me by Quintero, Leon and Quiroga, this Aritio organized a big festival in an estate with a mansion that belonged to San Martin de Valdeiglesias. The fest was a pretext for a partridge hunt that he organized for Franco who loved very much shotguns and fishing rods.

The mansion was like a palace, with a salon that stretched from here to there. Maestro Quiroga invited us to come to the fest where the artistic part was organized by Don Fernando Fuertes de Villavicencio who was the chief of the civil affairs department of the Generalissimus and the right hand of Franco for such affairs. He would also invite artistes for participation in shows in the gardens of the Granja palace that were taking place every year on the eve of July 18 - a grand scale reception organized by the Caudillo for the diplomates and all the authorities.

When I was notified by Quiroga that Fuertes de Villavicencio has invited us to the fest with the hunt I was busy with the rehearsals of Pena y Oro, feeling also lousy after a recent appendicitis surgery, and even the stiches they haven't removed yet. But who could refuse to go to a show of Franco? It was not a matter of free choice.

At the hunt fest we were kept in a room on the second floor, and when it was our turn to sing they lead us into that immense salon, very luxury, with many pictures, namy lights, in which they had assembled some kind of a podium, with a piano below and a stage above for the artistes. And there he was, Franco, sitting in the salon, with his ministers, many in the military uniform, many adjutants with golden cords and a host of people dispersed over the grounds: Giardia Mora and others who were disguised in plain clothes. It was like in the palace of El Pardo, but actually just a partridge hunt in San Martin de Valdeiglesias.

And when it was our time to sing we climbed up to the podium of that huge salon, Nino Ricardo with his guitar and myself. And Maestro Quiroga below at the piano, from whom we took confidence because he had prepared us for that plan of the Caudillo. Each artiste was to sing only one song. And me, feeling so lousy in front of so many uniforms with Franco in a peasant dress there in the front row, very serious, staring directly at me - I asked Quiroga before climbing up:

- What will we be singing, maestro?

And although this song was not written by Maestro Quiroga, is is for sure that it was requested by Fuertes de Villavicencio on behalf of Franco, since he said:

- El Emigrante, Juan, of course El Emigrante...

Ricardo played an introduction on the guitar, with the piano of Maestro Quiroga in the background, and there in front of Franco whose fault it was that so many Spaniards had to leave Spain and could not return and had to live far from their land, I started to sing the song that talked precisely about them, because at those times there were still no emigrants leaving for Germany with a knapsack to work, only the exiles who because of our tragedy dispersed all over the world.

Cuando sali de mi tierra

volvi la cara llorando

porque lo que mas queria

atras me lo iba dejando,

llevaba por companera

a mi Virgen de San Gil,

un recuerdo y una pena

y un rosario de marfil.

Adios mi Espana querida,

dentro de mi alma

te llevo metia,

y aunque soy un emigrante

jamas en la vida

yo podre olvidarte.

I was applauded by those in the salon - the ministers, the military, the people of the same grand scale as the dinner of that hunt fest. And I saw even Franco himself to clap his hands in his condescending manner of a military.

And I came down from the stage, and Fernando Fuertes de Villavicencio who was keeping constantly at our side, he gave me a push toward where Franco was sitting:

- Go greet his Excellency, Juanito, greet his Excellency.

And I approached the Caudillo, and Franco stretched out his hand, a gesture that he would do with such coldness, a small hand half closed, without expression of a feeling, and he said to me with that tiny chilly voice of his:

- Valderrama, this song is very beautiful, very patriotic...

- Thank you very much, Your Excellency, thank you very much.

And Franco remained silent for a long time, without uttering a word, looking at me without moving a muscle on his face, and suddenly he goes:

- Valderrama, would you be so kind to sing it one more time?

I felt even more lousy than before. I could not figure it out. I thought, dying of fear: "He does it so he could understand better what I am saying in El Emigrante and he will put me in jail..."

And Fuertes de Villavicendio, with much running back and forth and much grimacing:

- Come on, Juanito, come on, and you, Ricardo, go up again, His Excellency wants to hear this song one more time...

And I had to do an encore for Franco. Ricardo climbed up one more time to the stage with his guitar and Maestro Quiroga settled again at the piano and I sung again El Emigrante.

I believe that not many artistes had to do an encore for Franco.

While singing the second time it kept gnawing at me: "What is going to happen now when this uncle understands better and won't consider it so patriotic?" "Will he get an idea about putting me in jail?"

And in my fear and my distraction I had recalled that night when I finished writing El Emigrante.

The refrain came to me during a tour in the north, one day when we were performing in a theater of Ponferrada, and Nino Ricardo played me a beautiful improvisation to some verses that I was chanting. That melody almost brought to me ready the refrain of the song that expressed what I was feeling at the moment:

Adios, mi Espana querida,

dentro de mi alma te llevo metia...

But the entire song was finished much later, and at a single stroke, as if my own heart was dictating it to me, during the same tour, after that Moorish but so Spanish night when I saw the tears of Spanish exiles in Tanger.

Tanger was at the time like a little Paris, it was international. It did not belong to Spain as Tetuan, nor to France as Casablanca. It was held by the Great Powers that had won the World War, and all the languages were being spoken over there, and all the religions were being practiced: along with the Catholics and Muslims there were Jews, Indians, English and American Protestants, and each of them would close their business at those days dedicated to God, some on Friday, others on Saturday, others on Sunday.

Tanger had nothing in common with the other parts of Morocco that I had gotten to know during my first tour before the war. Tanger was completely different from the Spanish cities of the protectorate, from Tetuan, Larache, Alcazarquivir. The other places were like Andalucia - backward as in Spain, full of the soldiers and barracks. And Tanger looked as at least France or the United States.

In Tanger one was breathing freedom at forty miles length.

It was at the time a megalopolis, and a completely free one, with businessmen from all the nations, temples of all the religions, without priests or military on the streets, with impressive avenues. That boulevard de Pasteur was like Les Champs d'Elysee or like the Fifth Avenue, having businesses with all the advanced things displayed in the window showcases: electrical, plastic, all that were not known here. Plexiglas, Coca-Cola, watches, Parker pens... Tanger was a contrabandist paradise. Cigarettes, magazines from all over the world, cafes with those grandiose terraces where people of all the races were speaking all the languages. It was a huge contrast for the Spaniards coming from where they still had ration cards, even for the tobacco...

And there in Tanger, looking for freedom and prosperity, ended up many Spaniards after the war, fleeing Franco, jail or death by a shooting squad, and there they were trying to find refuge and to establish a living. They were my audience who came to see me in the theater, along with some Moroccans.

All the world currency was available in Tanger: dollar, franc, sterling. Tanger was a megalopolis. The theater filled every night, the Cervantes theater. And meanwhile my discs were played all the day on the Radio Tanger, with the Madre Hermosa, and my photo was printed by the Espana de Tanger, a daily paper in Spanish where were working many our journalists who were forced to leave Madrid during the war and found refuge with Gregorio Corrochano, a famous corrida critic.

It reached very profound, the realization that here in the Cervantes theater where we were about to perform, our tour came to its end, because Tanger was filled with Spaniards who were forced to leave after the war. I saw them to weep at the theater doors, clasping at me, chasing me when I was heading to the changing rooms through the artiste entrance:

- Juanito, I am from Malaga, could you dedicate a song for me?

- I've heard you to sing for my battalion in Andujar...

And one of those who approached me was exactly a guy who saved my life in the battle of Brunete, where I found myself drafted along with many boys from my village. He assigned me to the CNT (National Labor Confederation) and sent as a soldier to the fortification works: Carlos Zimmerman. This anarchist who was the chief of CNT in Jaen and who had protected me a lot, was able to escape from Spain after the war. Otherwise, he would have been executed. He settled in Tanger and was working as an electrician which was his profession. We met, embraced and started to weep together because both of us knew well that he had no chance of going back to Spain while Franco was alive.

It seemed to me that a half of Spain were refugees in Tanger, in that forced emigration, with all the commotion that I witnessed in the theater, all standing and applauding to the Spanish songs, without colored bands, but with tears in their eyes. Over there nobody was saying anything neither against the Franco regime nor in favor of it. Nothing but weeping with memories of our land:

- Espana, Espana!.

And the guitar, the singing, the "ole". It did not belong to Franco or to the Republic. Those people were just from Spain.

They were Spain itself. They were memory of the land that they had to abandon. Their beloved Spain. Espana querida.

And all this reached me in such a profound way, and it was such a painful truth that when I returned to the hotel that night, after having passed by those quarters of Zoco Grande, by the little Moroccan cafes, all dark, narrow streets, a different part of Tanger, the Moroccan, not international, - I grabbed a sheet of paper and started to write, to fill the missing lines into the song, since up to the moment we with Nino Ricardo haven't written nothing but the refrain. I did it at one stroke.

While writing in the hotel I still saw all those people weeping at the doors of the Cervantes theater, their tears and laments:

- Mi Espana, Juan, and my children, they remained in Cartagena...

All that penetrated so deep inside me that the song just erupted.

Yo soy un pobre emigrante

y traigo a esta tierra extrana

en mi pecho un estandarte

con los colores de Espana...

And when at the hunt fest in that grand mansion of San Martin de Valdeiglesias I was singing an encore of El Emigrante for Franco, the tears of those exiles could not leave my thoughts.

Share this post


Link to post
Share on other sites

Τα 2 επόμενα τραγούδια που ακολουθούν ήταν ένα ενιαίο κείμενο το οποίο το χώρισα καθώς μιλάει στην ουσία για δύο διαφορετικά τραγούδια.

Σύρος*:Όλος ο κόσμος της Σύρου μαγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί.Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου.Το 1937 πήρα μαζί μου τον Μπάτη τον αδελφό μου το μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο είκοσι χρόνια αφότου έφυγα από το νησί.Το λέω και στο τραγούδι: Σε είκοσι χρόνια δυο φορές

ήρθα να σαντικρίσω

και με το μπουζουκάκι μου

γλυκά να τραγουδήσω

*Έχει δισκογραφηθεί σε δίσκο του Νταλάρα αλλά δεν ακούγεται καθαρά η φωνή του καθώς τραγουδάει με άλλους τέσσερις συγχρόνως.Το έβαλα εδώ για τυπικούς λόγους.

Share this post


Link to post
Share on other sites

Φραγκοσυριανή:Πρωτόπαιξα,λοιπόν,σένα μαγαζί στην παραλία,μαζεύτηκε όλος ο κόσμος.Κάθε βράδυ γέμιζε όλος ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δυο μήνες.Εγώ,όταν έπαιζα και τραγουδούσα,κοίταζα πάντα κάτω,αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο,τα έχανα.Εκεί όμως που έπαιζα,σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι μου και βλέπω μια ωραία κοπέλα.Τα μάτια της ήταν μαύρα.Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι,μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν,τη σκεφτόμουνΠήρα,λοιπόν,μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:

Μια φούντωση μια φλόγα

έχω μέσα στην καρδιά

λες και μου χεις κάνει μάγια

Φραγκοσυριανή γλυκιά

Ούτε και ξέρω πως τη λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γιαυτήν μιλάει το τραγούδι.Όταν γύρισα στον Πειραιά έγραψα τη Φραγκοσυριανή

Τα 2 παραπάνω κείμενα βρίσκονται στην αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη,που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Παπαζήση» το 1978.

Share this post


Link to post
Share on other sites
Στο βιβλίο του Ηρακλή Ευστρατιάδη "μία Ιστορία...ένα Τραγούδι..." (100 αγαπημένα τραγούδια και οι ιστορίες τους (εκδόσεις Toubi's)που κυκλοφόρησε πρόσφατα , περιέχονται εκτός των άλλων και οι ιστορίες 13 τραγουδιών που έχουν δισκογραφηθεί, σε πρώτη ή μεταγενέστερη εκτέλεση από το Γιώργο Νταλάρα.

"Kόκκινο τριαντάφυλλο-Εκείνος ήταν μόνος"

Μίκης Θεοδωράκης

Γιώργος Νταλάρας (1976)

"Το τραγούδι "Κόκκινο τριαντάφυλλο", όπως επίσης και το "Εκείνος ήταν μόνος", γράφτηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη για τον πολιτικό και αγωνιστή Αλέξανδρο Παναγούλη, λίγες μέρες μετά το θάνατό του, που επήλθε στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, στον ’γιο Δημήτριο, από αυτοκινητιστικό "δυστύχημα".

Τα χαράματα της Πρωτομαγιάς του 1976, ο Αλέξανδρος Παναγούλης σκοτώθηκε καθώς επέστρεφε με το αυτοκίνητό του στο σπίτι του στην Αθήνα.Ο θάνατός του συγκλόνισε το πανελλήνιο.Δύσκολο, έγραψαν ορισμένες εφημερίδες της εποχής να συμφιλιωθεί κανείς με το γεγονός.Όλοι άφηναν υπόνοιες περί δολοφονίας.Σύμφωνα με μαρτυρίες, την ώρα του δυστυχήματος πέρασε δίπλα του κάποιο αυτοκίνητο με ιλιγγιώδη ταχύτητα, το οποίο πιθανώς να "έκλεισε" το μοιραίο αυτοκίνητο του Παναγούλη, με αποτέλεσμα να παρεκκλίνει της πορείας του και να πέσει με δύναμη στον απέναντι τοίχο.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δηλώσει: "Βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα υπόθεση Λαμπράκη, σε εκλεπτυσμένη σύγχρονη έκδοση", ενώ ο πρωθυπουργός τότε, Κωνσταντίνος Καραμανλής απάντησε: "Μη βιάζεστε να βγάλετε συμπεράσματα".

Ο Αλέξανδρος Παναγούλης γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1939 στην Κυψέλη της Αθήνας και ήταν γιος του Βασίλη και της Αθηνάς Παναγούλη. Η αγωνιστική του δράση ξεκίνησε από τα μαθητικά του χρόνια και συνεχίστηκε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, όπου σπούδασε μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος.

Με την ίδρυση του κόμματος της ΕΔΗΚ έγινε στέλεχος του , ενώ αργότερα με την πτώση της Χούντας και τις εκλογές του 1974, ο Παναγούλης εξελέγη βουλευτής σε ηλικία 35 ετών, με το κόμμα που σχηματίστηκε από την Ένωση Κέντρου και τις Νέες Δυνάμεις του Ιωάννη Ζίγδη.Ύστερα από λίγο ανεξαρτητοποιήθηκε, λόγω διαφωνιών με την ηγεσία του κόμματος.

Ο Αλέξανδρος Παναγούλης στα χρόνια της Χούντας είχε καταδικαστεί σε θάνατο για την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του δικτάτορα Παπαδόπουλου.Το πρωινό της 13ης Αυγούστου του 1968 , ο Παναγούλης είχε τοποθετήσει στο 31ο χιλιόμετρο της λεωφόρου Αθηνών-Σουνίου εκρηκτικό μηχανισμό, με την πρόθεση να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γ.Παπαδόπουλο, που θα περνούσε με το αυτοκίνητό του.Η έκρηξη έγινε μόλις μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, αφού πρώτα πέρασαν τα αυτοκίνητα του Παπαδόπουλου και της συνοδείας του.

Ο Παναγούλης προσπάθησε να ξεφύγει πηγαίνοντας προς τη θάλασσα, αλλά συνελήφθη.Αποτέλεσμα ήταν να υποφέρει στη συνέχεια πολλά μαρτύρια, φάλαγγα, ηλεκτροσόκ, πείνα, δίψα, απομόνωση και εικονικές εκτελέσεις.’ντεξε.

Μετά την πτώση της Χούντας εξελέγη βουλευτής.Ο Παναγούλης , που κατείχε μέρος των μυστικών αρχείων της Ε.Σ.Α., στις 4 Μαίου του 1976 θα έφερνε το θέμα προς σύζήτηση στη Βουλή.Στο μεταξύ, έκανε έρευνες ο ίδιος , για τον μυστηριώδη θάνατο του αδερφού του υπολοχαγού Γιώργου Παναγούλη στα χρόνια της δικτατορίας.Ακόμη σημαντικότερο ήταν ότι ο Παναγούλης θα κατέθετε στοιχεία για την προδοσία της Κύπρου και , συγκεκριμένα, σε βάρος εννέα ταξιαρχών, για τη συμμετοχή τους στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου.'Ολα αυτά έκαναν όχι μόνο την κοινή γνώμη, αλλά και μεγάλο μέρος των πολιτικών,να θεωρήσει βέβαιο ότι το αυτοκινητιστικό δυστύχημα δεν ήταν τροχαίο και ότι ο Παναγούλης δολοφονήθηκε.

Για τον Παναγούλη έκτοτε γράφτηκαν ποιήματα, βιβλία και τραγούδια, ενώ το όνομά του φέρει και ο σταθμός του μετρό στον ’γιο Δημήτριο, δίπλα στο σημείο όπου έχασε τη ζωή του".

Share this post


Link to post
Share on other sites

.Σταλιά-σταλιά(Γιώργος Ζαμπέτας)

Αεκτέλεση-Μαρινέλλα(1968)

Στο Λονδίνο το έφτιαξα το «σταλία-σταλιά».Εκεί στο Λονδίνο γεννήθηκε το 1967.Είναι η εποχή ακριβώς που η μΑρινέλλα είχε φύγει από την ODEON και είχε έρθει και αυτή στην εταιρία που τότε γραμμοφωνούσα τα περισσότερα στη PHILIPS.Και τότε είναι που γίνεται..το σκηνικό.Μες το 67 ο Καραγιάννης κάνει ταινία για τη Βουγιουκλάκη.Και με φωνάζει ο Καραγιάννης,γουστάριζε και Βουγιουκλάκη για να γράψω.Θα κάνανε «Το κορίτσι του λούνα παρκ»Εγώ έχω ήδη σιάξει ήδη το τραγούδι στο Λονδίνο έχω γυρίσει και κάθομαι στο στούντιο και γράφουμε για την Αλίκη.Έχουμε τελειώσει,έχουμε γράψει τα όργανα και είναι μόνο να τραγουδήσει η Βουγιουκλάκη.Εκείνη τη μέρα είχε έρθει μαζί εκεί και ο Σπύρος ο Ράλλης,της εταιρίας μου,μαζί με τη Μαρινέλλα,δεν ξέρω τι δουλειά είχανε να κάνουν και κάθονταν μέσα και ακούγανε τι παίζαμε εμείς.Μπαίνοντας μέσα η Αλίκη, «γεια σας» λέει. «Γεια σου Αλικάκη» της λέω σου έχω εδώ ένα πράμα μέλι θα τρελαθείς αν πεις αυτό το τραγούδι,το καλύτερο τραγούδι που έχω γράψει ποτέ μου! «Για να ταακούσω» λέει «για να ταακούσω».Και της το παίζω.Και γυρνάει και μου λέει..Τι μου λέει! «Αυτό θα πω εγώ;Αυτό να το δώσεις να το πει ο Καζαντζίδης».Κοκκάλωσα,κόντεψε να μου πέσει κάτω το μπουζουκάκι μου.Στο μεταξύ,κάνει η Βουγιουκλάκη αυτά που θέλει να κάνει με τον Καραγιάννη και φεύγει.Εμείς τελειώναμε ήμασταν έτοιμοι,τα μαζεύαμε και έρχεται η Μαρινέλλα και μου λέει σταυτί «μανίτσα, να το πω εγώ αυτό το τραγούδι;» Εγώ,επειδή την αγαπούσα κι επειδή είχαμε πολλά χρόνια παρτίδες μαζί,της λέω «Ό,τι γουστάρει η Κικίτσα».Εμείς έτσι τη λέγαμε,με το χαιδευτικό της.Το όνομα της το κανονικό είναι Κυριακή και μεις τη λέγαμε Κικίτσα.Αλλά η ώρα είχε πάει 3:30 και ήμουν στο στούντιο από τις 9 το πρωί και το βράδυ δούλευα.Έπρεπε να ξεκουραστώ λίγο.Και της λέω: «Μπείτε μέσα και πες το όπως θέλεις εσύ,εγώ φεύγω,πάω σπίτι κι όταν τελειώσετε πάρτε με τηλέφωνο να μου το βάλετε να ταακούσω κι εγώ»Καλή επιτυχία,γεια σας,γεια σου κι έφυγα. Πήγα σπίτι,μέχρι να τσιμπήσω δεν περνάει πολλή ώρα,χτυπάει το τηλέφωνο και μου λέει «Τελειώσαμε».Μου το βάζουν στο τηλέφωνο και ακούω και πάγωσα.Μπράβο ρε Μρινέλλα,λέω,μπράβο!Πως το είχε τραγουδήσει έτσι,πόσο γλυκά το είπε,τι ψυχούλα του έβαλεΈτσι τελείωσε και αυτό το θέμα,τελείωσε το στόρι αυτό.

Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στην αυτοβιογραφία του Γιώργου Ζαμπέτα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ντέφι»-1997 με τίτλο «Βίος και πολιτεία».

Έχει δισκογραφηθεί στο 'Μαζί'(2003) με τη Μαρινέλλα στην α'φωνή και τον Νταλάρα στη β'

Share this post


Link to post
Share on other sites

Ισως να χει ξαναγραφτει αλλα επειδη δειχνει την αγαπη των δημιουργων(συνθετη,στιχουργου-τραγουδιστη),το ξαναγραφω.

Απο το βιβλιο του Λευτερη Παπαδοπουλου ''τα τραγουδια γραφουν την ιστορια τους''.

<<Το τραγουδι ''παπορακι του μπουρνοβα''αρχιζει με το τετραστιχο 'παπορακι το μπουρνοβα και καροτσα της στεριας,ποσα ταληρα γηρευεις στον Περαια να με πας'.Αυτο το ακουσα για πρωτη φορα ,απ το στιχουργο Ν.Μαθεση η <τρελακια>.Μου μιλαγε σε μια συνεντευξη που του ειχα παρει για τη μικρασιατικη καταστροφη-φανταρος το 22-και καποια στιγμη τονισε οτι αυτο το τραγουδι το ελεγαν οι Ελληνες στρατιωτες που λιποταχτουσαν.

Αφησα λοιπον αυτους τους στιχους και προσθεσα και τους υπολοιπους.

Οταν το μελοποιησε ο Λοιζος και το συνυπογραψαμε,καλεσαμε το Νταλαρα,στο σπιτι του Λοιζου στο Χολαργο,να ρθει να το ακουσει και να το κανει προβα.Μολις το παιξε ο Λοιζος στο πιανο (εγω τραγουδουσα παπορακι του μπουρνοβα),ο Νταλαρας αρχισε να τραγουδαει τους στιχους με αλλη ,πολυ βαρια μελωδια,θελοντας να μας δειξει οτι το τραγουδι αυτο το γνωριζει(μαλλον απ τον πατερα του) απο αρχαιοτατων χρονων.

Ο Λοιζος τσαντιστηκε.Γυριζει και μου λεει <δηλαδη ο Νταλαρας ισχυριζεται οτι το τραγουδι αυτο το κλεψαμε?>

Ναι,του απαντησα γελωντας.

Ο Νταλαρας ,θελησε να διορθωσει τα πραγματα <δεν υπαινιχτηκα οτι το κλεψατε,απλα οτι υπαρχει ενα αλλο τραγουδι ,απο παλια ,με αλλη μουσικη>

Το αποτελεσμα ομως ειχε κριθει.Το τραγουδι δοθηκε στον Καλατζη!!!

Share this post


Link to post
Share on other sites

Αρχόντισσα(Βασίλη Τσιτσάνη)

Στράτος Παγιουμτζής-Κώστας Καπλάνης(1939)

1.«Βασιλάκη»,μου είπε η Ελίζα μπροστά στον τρελά ερωτευμένο φίκο της και γνωστό μου πρόσωπο, «δεν πρόκειται ποτέ μα ποτέ στη ζωή μου να ξαναγαπήσω».Ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα τυχαίως μαζί τους σένα καφέ-μπαρ της οδού Πανεπιστημίου και τη γνώρισα.Ήταν μια λαμπερή και ακτινοβόλα ομορφιά.Μια κοπέλα πολύ σικ ντυμένη,αρκετά μορφωμένη, με μακρυά σκούρα μαύρα μαλλιά,με μάτια εκφράστικα μεγάλα και μαύρα σαν της νύχτας το σκοτάδι και είχε περίπου την ίδια ηλικία με μένα,γύρω στα είκοσι χρόνια το 1938.

Ο φίλος μου και γνωστός μου ήταν παθολογικά ερωτευμένος μαζί της,δεν μπορούσε ναρθρώσει λέξη,μπερδευόταν η γλώσσα του,ξεροκατάπινε,έτρεμε μπροστά της,είχε χάσει τον εαυτό του.

«Σήκω να φύγεις χρυσέ μου»,του είπε εκείνη «τι περιμένεις,ελεημοσύνη να σου δώσω;Σου είπα δεν πρόκειται ποτέ να ξαναγαπήσω.Τον βλέπω μπροστά μου,με τρομάζει.Τον πόνεσα,τον έκλαψα και τώρα που τον έχασα είναι πάλι δικός μου..» «Με συγχωρείς πολύ, Βασιλάκη» είπε ακόμα, «ασφαλώς δεν περίμενες να βρεθείς μπροστά σε μια τέτοια έκπληξη.Μου φαίνεται σα να μελαγχόλησες λιγάκι ε;» Πριν μας αποχαιρετήσει έβγαλε από το τσαντάκι της μολύβι,κάτι έγραψε σένα χαρτί και μου είπε: «Σε παρακαλώ,πάρε αυτό το χαρτάκι».Ύστερα από λίγο,αποχαιρέτησα κι εγώ το γνωστό μου πρόσωπο που ήταν σχεδόν μπρούμυτα πεσμένος στο τραπεζάκι με τις παλάμες του στους κροτάφους,απαρηγόρητος.

Στο χαρτάκι της είχε γράψει την επιθυμία της να με δεχτεί στο σπίτι της κάπου στην οδό Ομήρου,το απόγευμα.Πράγματι,πήγα.Ήταν ένα σπίτι αρχοντικό,σωστό παλάτι.Ήταν σε πολύ καλή ψυχική κατάσταση,εξαιρετικά ευδιάθετη,γελούσε,μιλούσε διαρκώς και φλυαρούσεΦαίνεται,τελούσε λιγάκι εν ευθυμία καθότι τα ουισκάκια και τα βερμούτ ήταν σερβισισμένα και το πικάπ έπαιζε πολλά τραγούδια μου. «Τακούς; Μου λέει, «αυτά τα τραγούδια σου με παρηγορούν.Σε παρακολουθώ.Δε θα φύγω ποτέ απτη ζωή σου.»

Το ίδιο βράδυ,μέσα σαυτόν τον κλονισμό μου και στην υπερένταση είχα τελειώσει κιόλας την περίφημη «Αρχόντισσα».Το μυαλό μου πήγε στον γνωστό μου και στο μαρτύριο που τραβούσε από την αγάπη του για την Ελίζα.Ύστερα από τόσα χρόνια,οι ήχοι του τραγουδιού μου θυμίζουν τα λόγια της: «Δε θα φύγω ποτέ από τη ζωή σου».Είναι η πρωταγωνίστρια του έργου.Πέθανε στην Κατοχή.Την εξετέλεσαν επί τόπου στην οδό σταδίου.

2.Ένα χασάπικο γραμμένο και συνθεμένο το 1938 στο πειθαρχείο του Τάγματος Τηλεγραφητών(στη Θεσσαλονίκη),όπου τον έκλειναν τακτικά γιατί παραβίαζε τις άδειες που έπαιρνε σαν φαντάρος.Όταν κυκλοφόρησε το 1939,μερμηνευτές τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Στελάκη Περπινιάδη η «Αρχόντισσα» συνετάραξε την Ελλάδα,σπάζοντας και κάθε προηγούμενο ρεκόρ σε πωλήσεις «μπουζουξίδικων» δίσκων.Πρόκειται για μια από τις δημοφιλέστερες λαικές καντάδες.

Ο Τσιτσάνης,το 1980,είπε στην τηλεόραση(ΕΡΤ1) μια φράση που από αβλεψία δεν μπήκε στο βιβλίο του.Τη δημοσιεύουμε τώρα κατά λέξη «Όταν κυκλοφόρησε η Αρχόντισσα είχε τέτοια επιτυχία που δεν την περίμενα καμιά φορά.Λες και η μορφή του τραγουδιού είχε αλλάξει σε μια νύχτα.Όλες οι λατέρνες και οι ρομβίες στο Κολωνάκι ως την τελευταία γειτονιά έπαιζαν την Αρχόντισσα».

Υποσημ1.Η Αρχόντισσα είναι υπαρκτό πρόσωπο.Την έλγαν Ελίζα.Ο Τσιτσάνης τη γνώρισε το 1938,στην Αθήνα(μια από τις φορές που είχε έρθει για λίγες μέρες με άδεια),λόγω του παράφορου έρωτα που ένιωθε γιαυτήν ένας πολύ στενός φίλος του(ο Λάκης).Η αρχόντισσα εκτελέστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές στην οδό Σταδίου,το 1944,γιατί τους έβριζε «Φασίστες και φονιάδες».Ο Τσίλας το 1946 όταν ήρθε στην Αθήνα(δεν είχαν καμιά επικοινωνία από τον Οκτώβριο του 1940,πληροφορήθηκε από τον αδελφό της για το τραγικό τέλος της.Το συγλονιστικότερο ίσως σε τούτη την ιστορία είναι ότι η Ελίζα όταν πρωτογνώρισε τον Τσιτσάνη του είπε: «Βασίλη,εγώ δε θα φύγω ποτέ από τη ζωή σου»!Σαν να ξερε ότι θα γραφε γι αυτήν ε΄να από τα ωραιότερα και αρτιότερα έργα της ελληνικής μουσικής. «Ήταν πραγματικά καλλονή» έλεγε ο Τσίλας.Και συμπλήρωνε: «Η ωραιότερη γυναίκα που γνώρισα στη ζωή μου».Δεν έκαναν ποτέ έρωτα.Ατάλλαξαν μονο ένα φιλί μέσα στο στούντιο,όταν την είχε καλέσει να παρευρεθεί στη φωνοληψία του τραγουδιού.Και μερικές επιστολές από τα μέσα του 39 ως τον Οκτώβρη του 1940

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Κώστα Χατζηδουλή «Αρχόντισσα-Το μυστικό μιας ζωής»που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις GRAMMA το 2002

Share this post


Link to post
Share on other sites

"ΑΝΑΤΟΛΗ"

(μουσική : Μιχάλης Τερζής, ποίηση : Κωστής Παλαμάς / από τον δίσκο "Όλη τη μουσική μεσ' στην αγάπη βάλε" - 1984)

- Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ -

Στα πλαίσια της συνέντευξής του για τον "ΜΕΤΡΟΝΟΜΟ", ο Μιχάλης Τερζής, σε σχετική ερώτησή μας, μας αφηγήθηκε την ιστορία της ηχογράφησης του τραγουδιού "Ανατολή" από τον Νταλάρα. Το συγκεκριμένο όμως απόσπασμα, όπως κι άλλα κομμάτια της συνέντευξης, δεν δημοσιεύτηκαν, λόγω έλλειψης περισσότερου χώρου στο περιοδικό. Η αλήθεια είναι ότι η συνέντευξη ήταν μεγάλη, γιατί ο Μιχάλης Τερζής ήταν ... χείμαρρος!

Σκέφτηκα λοιπόν ότι αξίζει να καταγραφεί εδώ αυτή η αφήγηση του Μιχάλη Τερζή, η οποία εξάλλου επρόκειτο να δημοσιευτεί.

" ... Όταν άκουσε αργότερα ο Γιώργος Νταλάρας στο σπίτι του ολοκληρωμένο αυτόν τον κύκλο, συγκινήθηκε πολύ. Είχε βιώματα.

Θυμάμαι τις πρόβες και την εξαντλητική επιμονή του Γιώργου, το κάθε τι στα τραγούδια να είναι ζυγισμένο άριστα.

Η "Ανατολή" ήταν το πρώτο τραγούδι που τραγούδησε στο στούντιο ο Νταλάρας.

Μπαίνει μέσα, ακούει μια - δυο φορές την ορχήστρα και το καρφώνει με τη μία, τέλεια! Κοιταζόμαστε με τον ’κο Δασκαλόπουλο και τον Γιώργο Μακράκη, τέλεια! Ο Νταλάρας όμως είχε άλλη γνώμη! "Θα το ξαναπώ", λέει. Το είπε μια, το είπε δυο, το τραγούδι απογειώθηκε! Εκείνος όμως συνέχιζε! Του λέω : "Γιώργο, πιάσαμε το 100% !". Απαντάει : "Του λείπει κάτι", και εξηγεί : "Όταν το τραγούδησες την πρώτη φορά στο σπίτι, εκείνη τη λέξη "λυπητερά" την έβγαζες με μια αναπνοή!". Αυτό έψαχνε, τόσο λεπτολόγος! Αυτός είναι ο Νταλάρας!

Έπαιξε ύστερα τον "διάλογο" με το λαγούτο του και μας πήρε το ξημέρωμα όταν τελειώσαμε, κατάκοποι αλλά ευτυχείς ...".

Share this post


Link to post
Share on other sites

Πολύ ωραία ιστορία!! Σε ευχαριστούμε Τάσο!! :):rolleyes:

Share this post


Link to post
Share on other sites
"ΑΝΑΤΟΛΗ"

(μουσική : Μιχάλης Τερζής, ποίηση : Κωστής Παλαμάς / από τον δίσκο "Όλη τη μουσική μεσ' στην αγάπη βάλε" - 1984).........

Tasos had occasion to interview the composer of that amazing song, «Anatoli»: Michalis Terzis. The published interview could not include all the composer said, and among the bits left out was the story of how they recorded «Anatoli»:

When Dalaras heard this song cycle, finished, at his home, he was very much moved. He had lived through some things.

I remember the rehearsal, and the exhausting patience that Giorgos had, every last thing about the songs had to be perfectly balanced.

"Anatoli" was the first song that Dalaras sang in the studio. He walks in, listens to the orchestra once or twice, and... holes it in one, perfection!

We look at each other, me and Akos Daskalopoulos and Giorgos Makrakis: perfect! Dalaras however disagreed. "I'll do it again", he says. He sings it once more, twice more, that song went flying! But he, he just went on! I say to him: "Giorgos, we got it, we got it 100%!". His response: "Something's missing", and then he explains: "When you sang it the first time, back home, that word "lipitera", you did it on one single breath!". That's what he was out for, that's the kind of detail he was minded! That is Dalaras for you!

Afterwards he played that "dialogue" with his laouto, and it was dawn before we were done, worn out but happy...»

(I'm owing a lot of other translations, I know - not forgetting, just a bit short of time)

Share this post


Link to post
Share on other sites

"ΧΑΝΕΤΑΙ"

(μουσική : Κωνσταντίνος Βελλιάδης, στίχοι : Τέρπανδρος Παπαδόπουλος / από το δίσκο : "Με το 'να πόδι στ' άστρα" - 2007)

Από τη συνέντευξη του συνθέτη Κωνσταντίνου Βελλιάδη στον Πέτρο Πετράκη στο διαδικτυακό μουσικό περιοδικό "ΟΡΦΕΑΣ"(www.e-orfeas.gr) :

-ΕΡΩΤΗΣΗ : Πρόσφατα μας έδωσες το "Χάνεται", σε μουσική δική σου και στίxους του Τέρπανδρου Παπαδόπουλου. Πες μας λίγα λόγια για το τραγούδι, πως το έγραψες;

-ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Το "Χάνεται" γράφτηκε τον χειμώνα του 2006. Είχα μια μελωδία στο μυαλό μου, μια μελωδία "ατμοσφαιρικής ρούμπας" που μ' αρέσει να γράφω, τηλεφωνήθηκα με τον Τέρπανδρο και του τραγούδησα την μελωδία. Έπειτα περιέγραψα την ψυχολογική διάθεση που είχα όταν το έγραφα και τέλος του διηγήθηκα την "ιστορία" που μ' έκανε να γράψω την μουσική. Αυτός, σαν να ήμουν εγώ(που πολλές φορές νομίζω πως είναι "εγώ") μου έδωσε αυτόν τον εξαιρετικό στίχο!

-ΕΡΩΤΗΣΗ : Πως έγινε η προσέγγιση με τον Γιώργο Νταλάρα;

-ΑΠΑΝΤΗΣΗ : ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ, τι τεράστιο κεφάλαιο για μένα(κι όχι μόνο για μένα)!!! Για να σου απαντήσω στην ερώτηση θα έπρεπε να πω και λίγα λόγια για τον Νταλάρα "ΜΟΥ". Δυστυχώς όμως όταν μιλάω για τον Νταλάρα δεν μπορώ να σταματήσω, οπότε για να μην μακρηγορώ θα σου πω το εξής : Ο Νταλάρας όταν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, ακόμα και για βόλτα, μου γεννιόταν η επιθυμία να τον δω. Μετά όμως από κάποια χρόνια, και λόγω ηλικίας, μου ήταν δύσκολο να τον πλησιάσω για έναν απλό χαιρετισμό. Έτσι, την τελευταία φορά που έμαθα ότι βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, θέλησα να πάω να τον δω και να τον χαιρετήσω. Είχα ενδοιασμούς, ώσπου μου ήρθε η ιδέα να τον πλησιάσω και να του δώσω ένα cd με τραγούδια για ακρόαση κι επί της ευκαιρίας να τον μιλήσω και να τον χαιρετήσω. Θα σας φανεί αστείο, μα μέσα στο cd υπήρχε το "Χάνεται" - κι έτσι έγινε το "πάντρεμα"!!!

Share this post


Link to post
Share on other sites

Για να το βρίσκουν πιο εύκολα τα παιδιά. Και τέταρτη θα το βάλω αν χρειαστεί :rolleyes::music::blush:

Share this post


Link to post
Share on other sites
Guest
You are commenting as a guest. If you have an account, please sign in.
Reply to this topic...

×   You have pasted content with formatting.   Remove formatting

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

Loading...