marochr

Συνέντευξη στο e-orfeas.gr

4 posts in this topic

Αντιγράφω αυτούσια τη συνέντευξη...

Μια συνέντευξη με τον Γιώργο Νταλάρα, είναι, πάντα, για τον δημοσιογράφο, το ίδιο απολαυστική, όσο και για τον ακροατή, η παρακολούθηση των μουσικών παραστάσεών του. Κι αυτό, γιατί ο λόγος του, είναι το ίδιο μεστός κι ουσιώδης, όπως κι οι ερμηνείες του.

Αφορμές πάντα υπάρχουν, αφού ο Νταλάρας είναι ο πιο πολυπράγμων – δεκαθλητής – ερμηνευτής του τραγουδιού μας. Αυτή τη φορά, η αφορμή είναι ο νέος του δίσκος με το Νίκο Αντύπα («Τι θα πει έτσι είναι», UNIVERSAL/2012) κι οι εμφανίσεις του στο «PASSPORT» (11 & 12/1), στον Πειραιά, όπου το e-orfeas είναι χορηγός επικοινωνίας.

Οι συνεντεύξεις, επίσης, του Γιώργου Νταλάρα, είναι καθαρόαιμες μουσικές – συζητάς μαζί του για την τέχνη του τραγουδιού - κι απευθύνονται στους συνειδητοποιημένους ακροατές κι όχι σ’ αυτούς που επιζητούν άλλα, μικρά κι εξωμουσικά… Ακόμα κι οι κοινωνικοπολιτικές θέσεις του, είναι απόλυτα συνδεδεμένες με το τραγούδι, το οποίο αποτελεί έκφανση ολόκληρης της ζωής μας κι όχι μόνο της ερωτικής…

Αυτή τη φορά, κάναμε, μια παρασπονδία – ξεφύγαμε, όπως το χαρακτήρισε κι ο ίδιος – αλλά, και πάλι, περιστραφήκαμε στον άνθρωπο Νταλάρα, στον Γιώργο, που είναι ο πυρήνας, κάτω από την δημόσια εικόνα του μεγάλου τραγουδιστή μας. Ε, χρειάζεται, κάποιες φορές, δημοσιογράφοι και καλλιτέχνες, να «σπάμε το πρωτόκολλο» και να αποζητούμε τη συγκίνηση, μιας πιο ανθρώπινης, ενίοτε και νοσταλγικής, κουβέντας…

Νέος δίσκος, με την υπογραφή ενός συνθέτη. Με το Νίκο Αντύπα γνωριζόσαστε δεκαετίες. Προσωπικά, τον θυμάμαι στην ορχήστρα σας, από την εποχή του «ΠΕΡΟΚΕ» (1985). Τα χρόνια που ακολούθησαν, υπέγραψε σημαντικούς δίσκους, με εξίσου σημαντικούς τραγουδιστές. Αν εξαιρέσω τη συμμετοχή σας, στο τηλεοπτικό σάουντρακ «Κάτω απ’ την Ακρόπολη» (2002), πως προέκυψε, αυτήν τη συγκεκριμένη περίοδο, αυτή η ολοκληρωμένη συνεργασία σας;

Δεν προέκυψε τώρα. Τώρα ολοκληρώθηκε. Είναι κάτι που σχεδιάζαμε πολύ καιρό και επιμείναμε πολύ στην επιλογή των στίχων, γι’ αυτό ίσως μας πήρε παραπάνω χρόνο. Να σκεφτείτε, υπάρχουν και άλλα, πολύ καλά τραγούδια που έμειναν έξω, επειδή δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι για το ταίριασμα στίχου -μουσικής.

Ο τίτλος του δίσκου («Τι θα πει έτσι είναι») υποδηλώνει και μια στάση, στη σημερινή – οικτρή για την Ελλάδα – κατάσταση; Ότι, τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται, μοιρολατρικά, δεδομένο; Προτείνει δηλαδή, μια, έμπρακτη, κοινωνικοπολιτική, αφύπνιση για όλους μας;

Ακριβώς, αυτή νομίζω ότι είναι και η πρόθεση του στιχουργού Άρη Δαβαράκη. Και αυτό, στην ουσία, περιγράφει το ομώνυμο τραγούδι. Την αμφισβήτηση στο έτσι είναι, στο μη μιλάς, που θα γεννήσει την ελπίδα, και η ελπίδα με τη σειρά της ένα καλύτερο και στερεό μέλλον, τουλάχιστον για τους νέους. Ο στίχος λέει «τι θα πει έτσι είναι, τι θα πει μη μιλάς, έτσι είναι η ζωή, η ζωή είναι δικιά μας, και γεννάει και παιδιά, με γερά φτερά».

Παρατήρησα, επίσης, και μια άφεσή σας, στο συνθέτη, ακόμα κι ενορχηστρωτικά. Επειδή τα τελευταία χρόνια, μας έχετε συνηθίσει, να συμμετέχετε ή και να υπογράφετε τις ενορχηστρώσεις, βάζοντας και τη δική σας άποψη. Τώρα, γιατί αυτή η αποστασιοποίηση;

Μα γιατί αυτό ήταν το αιτούμενο με τον Νίκο. Προερχόμαστε από διαφορετικούς χώρους και αγαπάμε το ίδιο την καλή μουσική. Εκτιμώ πάρα πολύ το πώς ο Νίκος αφομοιώνει τα λαϊκά στοιχεία του τραγουδιού μέσα στις δικές του ενορχηστρώσεις. Συμφωνώ με την αισθητική του και επιπλέον είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στην εισήγησή του να τραγουδήσω αυτά τα τραγούδια με τον τρόπο που τους αρμόζει. Η αποστασιοποίηση από αυτό που σε έχουν συνηθίσει για να εξυπηρετήσεις ένα συγκεκριμένο τραγούδι, θέλει μελέτη και αυτό είναι ένα ιδιαίτερο κομμάτι της δουλειάς μας, της τέχνης του τραγουδιού.

Οι στιχουργοί που συμμετέχουν (Μάνος Ελευθερίου, Μιχάλης Γκανάς, Άρης Δαβαράκης, Νίκος Μωραίτης, Γεράσιμος Ευαγγελάτος) είναι διαφορετικών γενιών και υφών, αλλά όλοι τους σπουδαίοι στο είδος τους. Πως έγινε η επιλογή τους, για να υπογράψουν τους στίχους στη νέα σας δισκογραφική δουλειά;

Ναι, είναι διαφορετικοί, αλλά έγραψαν τραγούδια ισότιμα αισθητικά. Επελέγησαν κυρίως από τον Νίκο, εκτός από τα τραγούδια του Μάνου και του Μιχάλη (Ελευθερίου και Γκανά) και μάλιστα οι στίχοι του Μιχάλη προϋπήρχαν. Αλλά, όπως είπα και πιο πάνω, υπάρχουν και άλλα τραγούδια που δεν έχουν ολοκληρωθεί.

Ο Μάνος Ελευθερίου, με το «Ξέχνα όμως αναμνήσεις», αφουγκράζεται στιχουργικά το σήμερα, κι όμως είναι 70άρης. Πως εξηγείτε αυτήν την στιχουργική νεότητά του, σε σχέση, με άλλους, νέους ηλικιακά, που όμως γράφουν τετριμμένα;

Δεν είναι μαγικό αυτό; Γιατί ο Μάνος, παρά την τεράστια επιτυχία του και καθολική αποδοχή του, ζει με το ένα πόδι στο περιθώριο. Και παλεύει με την τέχνη του, όπως έχει πει ο ίδιος πολύ παραστατικά, «όπως ο άρρωστος με τα σεντόνια του»…

Με τους υπόλοιπους (Γκανάς, Δαβαράκης, Μωραίτης) έχετε ξανασυνεργαστεί επιτυχημένα. Ο νέος της παρέας, είναι ο, ελπιδοφόρος, Γεράσιμος Ευαγγελάτος, ο οποίος, προέρχεται – μέχρι σήμερα – από ένα δημιουργικότατο κι επιτυχημένο τρίο (Καραμουρατίδης – Ευαγγελάτος – Μποφίλιου). Ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτό το καλλιτεχνικό τρίο, αλλά και για τον στιχουργό – Ευαγγελάτο;

Μου άρεσε πάρα πολύ ο Γεράσιμος. Γνωρίζει τη γλώσσα πολύ καλά, είναι δημιουργικός και ευφάνταστος και ασφαλώς αυτά τα τρία νέα παιδιά (ο Ευαγγελάτος, η Μποφίλιου, ο Καραμουρατίδης) πετυχαίνουν γιατί δεν συναντήθηκαν καθ’ υπόδειξη! Κάνουν αυτό που λέμε «ιστορία οι παρέες». Έτσι γραφόντουσαν τα καλά τραγούδια. Εμείς, παλιά, με τον Μάνο, τον Λοΐζο, τον Λευτέρη (Παπαδόπουλο) και τον Σταύρο Κουγιουμτζή, είμαστε μια παρέα, όλη μέρα πριν πάμε στο στούντιο. Αυτή η αγάπη και η επαφή μετουσιώνεται σε καλό τραγούδι, τραγούδι με ψυχή.

Υπάρχει, στο cd, ένα τραγούδι – το «Αριστερόχειρη» - που, αρχικά, παραξενεύει με το στίχο του, αλλά, με προσεχτική ακρόαση, υποκλίνεσαι στη μουσική, στο στίχο, στην ερμηνεία σας. Γράφτηκε ότι «κεντάτε (ερμηνευτικά) διά της αφαιρέσεως». Πως το προσεγγίσατε;

Ε, αυτό είναι λίγο υπερβολή. Κυρίως υποκλίνεσαι στην μουσική και βέβαια στο στίχο. Είναι τόσο άμεσος και αφοπλιστικός και συγκινητικός, που δε θέλει καθόλου ποικίλματα και στολίδια. Αισθάνθηκα πως έπρεπε να το ερμηνεύσω απλά, διαβάζοντας σε βάθος το στίχο.

Πολλά τραγούδια αγάπησα από το νέο σας δίσκο(«Αριστερόχειρη», «Το τσάμικο τσακίστηκε», «Τα σπίτια», κ.ά.). Συμπίπτουμε κάπου; Υπάρχει κάποιο, που, για τους δικούς σας λόγους, το ξεχωρίζετε πιο πολύ απ’ όλα;

Πέσατε διάνα. Αυτά ακριβώς ξεχωρίζω και εγώ, αλλά και το «Εγώ ήμουν εσύ» και το «Ξέχνα τις αναμνήσεις». Όμως, τ’ αγαπάω όλα και τα τραγουδάω πολύ ευχάριστα, και σας ευχαριστώ που μου δίνετε την ευκαιρία να πω, με το χέρι στην καρδιά, ότι είναι από τους δίσκους που δεν έκανα καμία παραχώρηση και είμαι πολύ περήφανος για αυτό.

Η γενιά μου (των 45άρηδων) γοητεύτηκε, εδώ και δεκαετίες, από τον Νταλάρα, με τις κορώνες και τις δυναμικές ερμηνευτικές εκτοξεύσεις. Χωρίς, φυσικά, να λείπει, και σήμερα, αυτό το ερμηνευτικό σας πρόσωπο, έχετε περάσει και σε πολύ χαμηλόφωνες κι εκφραστικότατες ερμηνείες, που, εξίσου συγκινούν και συγκλονίζουν. Είναι θέμα εμπειρίας και μεστώματος, που φέρνει, φυσιολογικά, ο χρόνος, ή, αποτελούν και μια συναισθηματική – εκφραστική εσωτερική ανάγκη σας τα τελευταία χρόνια;

Δεν το έχω σκεφτεί. Μπορεί να είναι αυτό που λέτε, μπορεί να είναι και θέμα ρεπερτορίου όμως. Γιατί ας πούμε, στον Καβάφη, που δεν τον έχετε ακούσει, στις συναυλίες που κάνουμε τώρα στο εξωτερικό, σε μουσική Αλέξανδρου Καρόζα, το υλικό απαιτεί πιο δυναμικές ερμηνείες.

Στο δίσκο, αλλά και στα live σας, συμμετέχει η Ανδριάνα Μπάμπαλη. Έχετε ξανασυνεργαστεί, δισκογραφικά (στον 2ο δίσκο της Εστουδιαντίνας), αλλά, αυτή, θα έλεγα, πως είναι η ουσιαστική και πιο ολοκληρωμένη συνεργασία σας. Είναι γνωστή, η υγιής, καλλιτεχνική, επιλεκτικότητά σας και πολλούς καλλιτέχνες, που αποδείχτηκε, πως άξιζαν, έχετε αναδείξει και κάνει γνωστούς στο ευρύ κοινό. Τι ήταν αυτό το κάτι, που σας έκανε να επιλέξετε την Ανδριάνα Μπάμπαλη να είναι δίπλα σας;

Θα σας πως αμέσως και πολύ ειλικρινά. Την Ανδριάνα τη γνωρίζω πολλά χρόνια. Την ξεχωρίζω για το ήθος της, τη αισθητική της, τις επιλογές της και το χιούμορ της. Επίσης η Ανδριάνα, χωρίς να έχει την εξειδικευμένη και έμπειρη λαϊκή φωνή, πετυχαίνει κάτι σπάνιο. Έχει απόλυτα δική της έκφραση και χαρακτήρα στη σκηνή. Να σας φέρω ένα παράδειγμα. Η Αρλέτα, που την εκτιμώ πάρα πολύ, έχει πει, μάλλον έχει ερμηνεύσει, τραγούδια με ένα μοναδικά δικό της τρόπο. Ακόμα και άριστη μοναδικά τραγουδίστρια, μπορεί να μην κατόρθωνε να εκπέμψει αυτή τη συγκίνηση, που εκπέμπει εκείνη στις ερμηνείες της. Η Ανδριάνα κάνει κάτι αντίστοιχο. Πάνω στη σκηνή, κερδίζει το τραγούδι που επιλέγει να ερμηνεύσει, το κάνει δικό της από την πρώτη ως την τελευταία νότα.

Στις 11 & 12 Γενάρη, θα εμφανιστείτε, στα μέρη σας, στον Πειραιά, στο «PASSPORT». Με λίγα λόγια, τι ακριβώς θα εμπεριέχει το πρόγραμμά σας; Τι τίτλο θα του βάζατε;

Το πρώτο μέρος είναι αυτό που παρουσιάσαμε στο Gazarte, τα καινούργια τραγούδια, με καινούργια ορχήστρα και νέες ενορχηστρώσεις. Το δεύτερο μέρος που είναι γνωστά, παλιά και νεώτερα αγαπημένα τραγούδια. Και εκεί υπάρχει μια μεγαλύτερη ευελιξία, αφού έχουμε διασκευάσει αρκετά τραγούδια.

Δεν θέλω να ξύσω πληγές, αλλά στα τέλη του Φλεβάρη, κλείνει ένας χρόνος από την έναρξη των συναυλιών σας «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΙΣΟΔΟΣ». Το τι ακολούθησε είναι γνωστό(κατά τη γνώμη μου ως μια μαύρη σελίδα για το ελληνικό τραγούδι), αρκετοί πήραν θέση και κρίθηκαν ήθη κι απόψεις, άλλοι δεν πήραν(μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται…), μετρήθηκαν, θέλω να πιστεύω, φιλίες και λυκοφιλίες… Υπήρχε κι ένα θετικό, ότι πλειοψήφησε η καταδική των βανδάλων… Τι σας έχει μείνει, μέσα σας, απ’ αυτά τα γεγονότα, απ’ τα οποία βγήκατε παλικάρι;!

Τα γεγονότα είναι αποτέλεσμα των επιλογών μας. Μας αρέσουν ή όχι, αυτά είναι. Δεν είναι πεπρωμένο. Ούτε προτίθεμαι να μην κάνω αυτό που πιστεύω για να μην εκτίθεμαι σε κίνδυνο. Η δική μου στάση δεν νομίζω ότι είχε παλικαριά. Ήταν απλά μια στάση ευθύνης σ’ ένα αντιδημοκρατικό φαινόμενο που μας ξεπερνούσε όλους. Τώρα για τις συμπεριφορές των ανθρώπων στους οποίους αναφέρεστε, είναι επίσης δικές τους επιλογές που βοηθάνε να πέσουν οι μάσκες των πολύ «δικών μας» και να ελευθερωθούν επιτέλους από τα «δεσμά» της ψευτοαλληγεγγύης.

Η συναυλία στη Νίκαια, που εγώ παρακολούθησα, ήταν μια καθαρή πολιτική συναυλία, που χρόνια είχα να ακούσω. Μήπως, επειδή τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο, να επανέλθετε (εσείς ξέρετε πως) με συναυλίες του «πολιτικοποιημένου Νταλάρα». Με το πλούσιο, αντίστοιχο ρεπερτόριό σας, που κουβαλάτε στις αγωνιστικές βαλίτσες σας; Έτσι, για να πάρουν «τα όνειρα εκδίκηση»;!

Βεβαίως. Είναι μέσα στα σχέδια μου οι συναυλίες με πολιτικά τραγούδια και μου δίνετε μάλιστα και μια ιδέα. Είναι κρίμα που δεν έχουμε παίξει στην Ελλάδα αυτό το πρόγραμμα, που με μεγάλη επιτυχία, αποδοχή και συγκίνηση δέχτηκε το ευρωπαϊκό κοινό πρόπερσι στην Ευρώπη, όπου με την Μαρία Φαραντούρη παρουσιάσαμε το αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, με τραγούδια πιο επίκαιρα από ποτέ.

Είσαστε στην πιο ώριμη περίοδό σας, αλλά από την άλλη και τα χρόνια που πρωταγωνιστείτε στο τραγούδι πλησιάζουν τον μισό αιώνα. Ο φίλος σας, από την κορυφαία γενιά σας, ο Γιάννης Πάριος, στο σημείωμά του, από τον πρόσφατο live δίσκο του («Ο κύκλος του έρωτα»), γράφει : «Είμαι σ’ αυτή τη βάρκα, μεσοπέλαγα και δεν θέλω να περάσω απέναντι ακόμα …». Το ίδιο θα λέγατε κι εσείς;

Είναι πολύ γλυκό και πολύ ανθρώπινο αυτό που λέει ο Γιάννης, αυτός ο σπουδαίος τραγουδιστής. Οι τραγουδιστές και οι μουσικοί δεν μπορούν να ξεμπερδέψουν εύκολα με το τραγούδι, γιατί είναι η ζωή τους.

Σας έχω, για το τέλος αυτής μας της συνέντευξης, μια ερώτηση που την έχω άχτι! Είναι γνωστό το πάθος σας για τις κιθάρες και τις μοτοσυκλέτες! Θα μας αποκαλύψετε ποια είναι η αγαπημένη σας κιθάρα και μοτοσυκλέτα, ή, θα παραμείνω, ακόμα, με τον καημό μιας απάντησης;

Ξεφεύγουμε πολύ, αλλά θα υποκύψω στην απρόσμενη ερώτησή σας, γιατί με γυρίζετε πολύ πίσω σε χρόνια παλιά και αναμνήσεις σπάνιες. Οι κιθάρες και οι μηχανές, είναι για μένα παιδικά όνειρα και «τραύματα», που με βασάνισαν και με ελευθέρωσαν μαζί. Πρώτη και τελευταία φορά που ζήλεψα τον Χρήστο, τον αδελφό μου, ήταν όταν γύρισε στην Ελλάδα, και με πόνο ψυχής τον είδα να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει, ενώ εμένα μου είχε απαγορευθεί από την μάνα μας. Ο κύβος ερρίφθη, από τότε και πέρασαν δεκάδες κιθάρες από τα χέρια μου, καλές, μέτριες και κακές. Αυτή που μου λείπει πιο πολύ, είναι η δεύτερη κιθάρα που έφτιαξα το 1969 στον Παναγή – Αφοί Παναγή – εκπληκτικοί οργανοποιοί στην Πραξιτέλους… στο Σύνταγμα… Είχε ένα σχέδιο στην κλειδιέρα και στο μπράτσο της κιθάρας, που το σχεδίασα και το έκοψα ο ίδιος μόνος μου, και το στόλισα με ειδικά κλειδιά από μαύρο βακελίτη και μικρά ένθετα διακοσμητικά. Στο πρόσωπο της κλειδιέρας σκάλισε μια μορφή ο φίλος μου Σταύρος Πασπαράκης. Η κιθάρα αυτή δυστυχώς εκλάπη μέσα από ένα οργανοποιείο, πριν λίγα χρόνια, όταν ο Μανώλης Καραντίνης την πήγε εκεί για συντήρηση. Δράμα! Ο μόνος τρόπος να δει κανείς αυτό το σχέδιο, είναι να παρατηρήσει την κιθάρα του Κώστα Χατζή, ο οποίος ζήτησε από τον Παναγή να του φτιάξει το ίδιο σχέδιο στις κιθάρες του, γιατί το θεώρησε εκπληκτικό. Δυστυχώς του Παναγή ήταν και το πρώτο μου κιθαρώνι (1967), που εκλάπη και αυτό από το στούντιο της Κολούμπια, όταν ηχογραφούσαμε τα ρεμπέτικα. Μεγάλο σουξέ ο Παναγής στους κλέφτες!... Αργότερα βρήκα λίγη παρηγοριά όταν ο Ανδρέας Τσεκούρας, καλή του ώρα, μου χάρισε μια κιθάρα του θρυλικού Μούρτζινου του 1910. Από τότε πάνε και έρχονται οι Larivee, οι Martin, οι Guild, οι Taylor, που έζησα και ζω ωραίες στιγμές μαζί τους. Οι παλιές πληγές όμως παραμένουν. Όσο για τις μηχανές έχω επίσης μια άλλη ιστορία. Στο Βύρωνα, τη δεκαετία του ’60, άκουσα μικρό παιδάκι την νονά του Χρήστου του αδελφού μου, την Μαρίτσα, να περιγράφει ένα περιστατικό από την κατοχή που με κατέπληξε. Σ’ ένα στενό χωμάτινο δρόμο της γειτονιάς της, παγίδεψε μ’ ένα χοντρό σχοινί και έριξε κάτω ένα Γερμανό με την μηχανή του. Ώσπου να συνέλθει αυτός, καβάλησε την μηχανή η Μαρίτσα, και έφυγε προς τον Υμηττό, όπου κρυβότανε το κλιμάκιο του ΕΛΑΣ. Από τότε και για δυο περίπου χρόνια, ήταν ο αγγελιοφόρος της μονάδας της. Αυτό μου το επιβεβαίωσαν και αργότερα κάποιοι σύντροφοί της. Όταν τη ρώτησα αργότερα, τι μηχανή ήταν αυτή, μου είπε, με καμάρι, Ζundapp 750! Μου έμεινε αυτό και αργότερα έψαξα και βρήκα αυτό «το τέρας της αποκαλύψεως». Λίγα χρόνια αργότερα, που δούλευα σ’ ένα βενζινάδικο στην παραλία, ερχόταν ένας αμερικανός αξιωματικός από τη βάση του Ελληνικού με μια Zundapp 750, για βενζίνη. Τότε έκανα και την πρώτη μου βόλτα με τόσο βαριά μηχανή. Ασήκωτη… Σωστό εργοστάσιο… Υπήρχαν ακόμα μερικές στη δεκαετία του ’60 που είχαν διασωθεί από τον πόλεμο. Τώρα είναι αδύνατον να τις βρεις πλέον. Είδα τώρα τελευταία μία, σ’ ένα βιομηχανικό μουσείο στο Μόναχο. Από τότε άλλαξαν πολλά. Εγώ έγινα «Γιαπωνέζος» για πολλά χρόνια. Kawasaki 250, 350, 500 δίχρονα, Honda 450, 750 τετράχρονα, Yamaha 1200, 1200FJ, V-MAX 1200, WR 250, WR 450, και στα διαλείμματα, Benelli 750, Duke 650, Aprilia 650, και τώρα στα γεράματα - μη γελάς - ονειρεύομαι μια Bimota, μια Agusta ή ένα Ducati. Μόνο που δεν ξέρω πια αν μπορώ να τα τερματίσω!

Σ’ ευχαριστώ που μου ξύπνησες παλιές μνήμες…

Εγώ σας ευχαριστώ πολύ για την τιμή και τη συγκίνηση!

http://www.e-orfeas....E%BF%C2%BB.html

6 people like this

Share this post


Link to post
Share on other sites

Ευχαριστούμε,Μάρω, για τη μεταφορά της συνέντευξης.

''...Μεγάλο σουξέ ο Παναγής στους κλέφτες...'' και η φοβερή Μαρίτσα με το λάσο. Πώς να ξεφύγει αυτός ο άνθρωπος από αυτή τη λογική; Μάνα, θείοι, νονές φοβεροί και τρομεροί όλοι τους!

Ο Σταύρος Πασπαράκης είναι ζωγράφος.

Share this post


Link to post
Share on other sites

To "τερας της αποκαλυψεως" Ζundapp 750 κατα Γ.Νταλαρα..

zundapp-ks750-ss-170654.jpg

1 person likes this

Share this post


Link to post
Share on other sites
Guest
You are commenting as a guest. If you have an account, please sign in.
Reply to this topic...

×   You have pasted content with formatting.   Remove formatting

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

Loading...