francois

Βασίλης Τσιτσάνης

209 posts in this topic

Βασίλης Τσιτσάνης. Ο ζωγράφος της λαϊκής μουσικής

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ 20ος ΑΙΩΝΑΣ

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ *

Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Η απλότητα, ο αυθορμητισμός, η γνώση, το ταλέντο και κυρίως το μουσικό ένστικτο χαρακτήριζαν τον Βασίλη Τσιστάνη ως συνθέτη και ως άνθρωπο που κρατήθηκε στην κορυφογραμμή του νεοελληνικού μουσικού πολιτισμού, μαζί με το λαϊκό μας τραγούδι, αδιάκοπα επί 50 χρόνια.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε ένας φωτισμένος και μεγαλοφυής ηγέτης στον χώρο του, αναμόρφωνε ριζικά πολλές πλευρές του ρεμπέτικου και άνοιξε καινούργιους δρόμους στο κοινωνικό (και όχι μόνο) λαϊκό τραγούδι. Ως δεξιοτέχνης και μαέστρος έδωσε νέες κατευθύνσεις στη λαϊκή ορχήστρα, δίδαξε στους τραγουδιστές νέους τρόπους ερμηνείας και με μια χιλιάδα τραγούδια του, έχτισε τις βάσεις του οπλοστασίου του μουσικού πολιτισμού.

Κορυφαία στιγμή και ορόσημο για τον ίδιο τον Τσιτσάνη, για τον κόσμο του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού για όλη την Ελλάδα, η δημιουργία και κυκλοφορία της «Συννεφιασμένης Κυριακής» (1948), που αποτελεί μια σύνθεση, ένα τραγούδι- μνημείο, μουσικοποιητική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.

Ανήμερα του Αγίου Αθανασίου (18 Ιανουαρίου 1915) γεννήθηκε ο Βασίλης Τσιτσάνης, στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Ήταν το 4ο από τα έξι παιδιά του Κώστα και της Βικτωρίας Τσιτσάνη. Οι γονείς του κατάγονταν από την Ήπειρο. Ο πατέρας του (τσαρουχάς το επάγγελμα) ήταν από το Μέτσοβο και η μητέρα του από τα Ζαγόρια.

Τα πρώτα μουσικά ακούσματα ήταν από μια ιταλική μάντολα που είχε ο πατέρας του, ο οποίος όταν τελείωνε τη δουλειά του, έπαιζε και τραγουδούσε κλέφτικα τραγούδια. Έτσι μπολιάστηκε μουσικά ο μικρός Βασίλης. Όταν τελείωσε το Δημοτικό σχολείο, άρχισε να παίζει με το μαντολίνο του πατέρα του. Σε κάποιες σχολικές γιορτές στα Τρίκαλα έπαιξε επίσημα κάποια κομμάτια με το βιολί, ενώ διηύθυνε και σχολικές συναυλίες. Το 1927 πεθαίνει ο πατέρας του και ο Βασίλης Τσιτσάνης μπαίνει για τα καλά στη βιοπάλη της ζωής αλλά, παράλληλα, αρχίζει αθόρυβα, μα πολύ δημιουργικά η πορεία του στη μουσική σκηνή. Τα πρώτα του μαθήματα πήρε από έναν Ιταλό μαέστρο, τον Γκιόσα, που εκείνη την περίοδο πήγαινε τα καλοκαίρια στα Τρίκαλα, με το «Τρίο Μπαρόνι» από τη Ρώμη. Ο Τσιτσάνης, 12 ετών, έπαιζε μαζί τους βιολί, στα διαλείμματα του κινηματογράφου «Πανελλήνιον» στις προβολές των βουβών ταινιών.

Με το πέρασμα του χρόνου, ο Τσιτσάνης εξοικειωνόταν όλο και περισσότερο με τη μάντολα του πατέρα του, που της είχε μακρύνει το μανίκι (ή το χέρι) και την είχε μετατρέψει σε μπουζούκι. Σε ηλικία 14 χρόνων αυτοσχεδίαζε και άρχισε να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια.

Μέσα από προσωπικές και πολύωρες αφηγήσεις του Βασίλη Τσιτασάνη (προς τον γράφοντα, το καλοκαίρι, του 1964 και τον χειμώνα του 1981), φαίνεται καθαρά ότι η μεγάλη πορεία του μεγαλοφυούς συνθέτη δρομολογείται από τα Τρίκαλα και είναι δεμένη με τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας. Τα πρώτα του τραγούδια συνδέονται με τους πρώτους έρωτές του. Η παρθενική του εμφάνιση ως μπουζουκτσής τον ενθάρρυνε και τον τόνωσε, ενώ του έκοψε τα φτερά ο θάνατος του πατέρα του. Οι περιπέτειες που είχε στο Γυμνάσιο με τους καθηγητές του, τον προβλημάτισαν και τον έκαναν πιο δυνατό σαν χαρακτήρα, αλλά και πιο προσεκτικό στη συμπεριφορά του. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το επεισόδιο μ' έναν καθηγητή του, όταν ο Τσιτσάνης, μαθητής ακόμα, είχε γράψει το τραγούδι «Μεσ' την Παραγουάη, σε φίνο ακρογιάλι». Το έπαιξε και το τραγούδησε με τ' άλλα παιδιά της τάξης του σε μία εκδρομή. Ο καθηγητής πειράχτηκε πολύ, κάλεσε τον Βασίλη στο γραφείο του και του είπε: «Ώστε έτσι, κύριε Τσιτσάνη! Η Παραγουάη έχει φίνο ακρογιάλι; Έλα, λοιπόν, τον Σεπτέμβριο να μας το δείξεις πού είναι». Τον άφησε μετεξεταστέο στη Γεωγραφία. Και ο Βασίλης Τσιτσάνης, ένα καλοκαίρι ολόκληρο το πέρασε κάτω από τη μουριά του σπιτιού του, με το μπουζούκι και το βιβλίο της Γεωγραφίας.

Στη διαδρομή του από το Δημοτικό σχολείο στο Γυμνάσιο ο μικρός τότε Βασίλης Τσιτσάνης, εκτός από το πάθος του για τη λαϊκή μουσική, είχε αφοσιωθεί στον κλασικό αθλητισμό και το ποδόσφαιρο. Αγωνίσθηκε και σημείωσε θαυμάσιες επιδόσεις (μαθητικά ρεκόρ) με τα χρώματα του Γ.Σ. Τρικάλων. Στις 26 Μαΐου 1929, ήρθε πρώτος στο άλμα τριπλούν με 11.41 μ. και κατέκτησε το «Χρυσό Καλαμάρι», έπαθλο που είχε αθλοθετήσει εκείνη την εποχή ο Δήμος Τρικάλων.

Με πικρές αναμνήσεις από τα Τρίκαλα ο Βασίλης Τσιτσάνης στα τέλη του 1935 με αρχές '36 κατεβαίνει στην Αθήνα, με στόχο να σπουδάσει νομικά. Τ' όνειρό του όμως να γίνει δικηγόρος δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί οι συνθήκες τότε ήταν άνισες και η ζωή στην πρωτεύουσα πολύ δύσκολη και μάλιστα για έναν νέο από επαρχία. Για να καλύψει τα βιοποριστικά του έξοδα (ενοίκιο - φαγητό), άρχισε να εργάζεται με το μπουζούκι του στο κέντρο «Μπιζέλια» της οδού Λένορμαν στον Κολωνό και αργότερα σ' ένα μπαρ, «Το Κουκλάκι», στη γωνία των οδών 3ης Σεπτεμβρίου και Σολωμού

Τότε γνωρίσθηκε με τον τραγουδιστή Μήτσο Περδικόπουλο που τραγουδούσε σμυρναίικα και δημοτικά. Αυτή η γνωριμία τον οδήγησε στο στούντιο και στις πρώτες του φωνογραφήσεις δίσκων 78 στροφών. Ήταν αρχές του 1937, και ο Τσιτσάνης παίζει μπουζούκι και συνοδεύει τον Περδικόπουλο, στο γνωστό δημοτικό τραγούδι «Σιγά καλέ την άμαξα». Ενώ στην πίσω πλευρά του δίσκου υπάρχει το πρώτο του τραγούδι. Ένα ζεϊμπέκικο με τίτλο «Σ' έναν τεκέ μπουκάρανε». Σε λίγες ημέρες ακολουθεί στην ίδια εταιρεία, την «ΟΝΤΕΟΝ», με μαέστρο τον Σπύρο Περιστέρη, το δεύτερο τραγούδι του Τσιτσάνη «Να γιατί γυρνώ μεσ' την Αθήνα» με ερμηνευτές τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σοφία Καρίβαλη, σημαντική τραγουδίστρια σμυρναίικων τραγουδιών (αδελφή της Ρίτας Αμπατζή). Παράλληλα ο Τσιτσάνης εργάζεται και σε μία ταβέρνα κοντά στον σταθμό Λαρίσης, στον «Πλάτανο», όπου πήγαιναν πολλοί φοιτητές για να τον ακούσουν που έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε. Παρά το γεγονός ότι έκανε μεγάλη επιτυχία με τα πρώτα του τραγούδια, χρειάσθηκε να περάσει ένας χρόνος για να ξαναμπεί στο στούντιο. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.

Όμως η τριετία 1937-1940, που συνέπεσε με τη στρατιωτική θητεία του Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη και την παραμονή του για αρκετό διάστημα εκεί, όπου και παντρεύτηκε με τη Ζωή Σαμαρά (απέκτησαν δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα), ήταν καθοριστική για την πορεία του, αλλά και γενικότερα για το ανόθευτο λαϊκό μας τραγούδι. Τότε (από 20-23 χρόνων) δηλαδή την προπολεμική περίοδο, έγραψε 153 τραγούδια και έκανε ένα μπαράζ μεγάλων επιτυχιών. «Αρχόντισσα» «Μαριώ», «Σε φίνο ακρογιάλι», «Δύο χρόνια σ' αγαπώ», «Τσιγγάνα μου γλυκειά», «Καμαριέρα», «Ζωίτσα μου μικρή», «Καλαμπακιώτισσα», «Τάγμα τηλεγραφητών», «Μαντήλι χρυσοκέντητο» και δεκάδες άλλα τραγούδια, από τα οποία ο Τσιτσάνης πολλά είχε αρχίσει να γράφει από τα Τρίκαλα ή και από την Αθήνα, αλλά τα «χτένισε» και τα ολοκλήρωσε στη Θεσσαλονίκη, δίνοντάς τους την τελική τους φόρμα. Τα προπολεμικά τραγούδια τα φωνογράφησε ­ εκτός από τρία πρώτα του ­ στις εταιρείες «Κολούμπια» και «Χις-Μάστερς Βόις», όπου μαέστρος ήταν ο γνωστός ­ εκείνη την εποχή ­ συνθέτης Πάνος Τούντας, ο οποίος ενθάρρυνε τον Τσιτσάνη να γράφει συνεχώς, αφού όπως έλεγε όλα τα τραγούδια του νεαρού συνθέτη είναι αριστουργήματα λαϊκής τέχνης. Χαρακτηριστικά έχουν μείνει εκείνα τα λόγια του Τούντα, ο οποίος παρουσία και άλλων μουσικών και τεχνικών στα στούντιο της «Κολούμπια» το 1939, όταν του έπαιξε ο Τσιτσάνης ένα οργανικό κομμάτι το «Ατελείωτο», ο μαέστρος συγκινημένος του είπε: «Αυτό παιδί μου, Τσιτσάνη, είναι συμφωνικό έργο, είναι κονσέρτο, είναι θαύμα, αριστούργημα...». Τα περισσότερα από τα 152 τραγούδια του, αυτές τις περίφημες λαϊκές καντάδες, μεταξύ 1937-1940, ερμήνευσε ο Στράτος Παγιουμτζής μαζί με τον συνθέτη δεύτερη φωνή καθώς και οι Μάρκος Βαμβακάρης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Νταίζη Σταυροπούλου, ενώ έκπληξη είχε χαρακτηρισθεί το 1937, όταν μια Ισπανίδα σοπράνο, η Ελβίρα Ιντάλγκο-Κάκκη (η οποία για ένα μικρό διάστημα υπήρξε καθηγήτρια της Μαρίας Κάλλας) τραγούδησε τη σύνθεση του Τσιτσάνη «Μαντήλι χρυσοκέντητο».

Η προπολεμική τριετία, αλλά και με την Κατοχή που έζησε και δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη ο Τσιτσάνης, ήταν οριακή όχι μόνο για το ανόθευτο λαϊκό τραγούδι που βρήκε τον κύριο εκφραστή του για μισόν αιώνα, αλλά και για τον ίδιο ο οποίος έπειτα από αρραβώνα 19 μηνών παντρεύτηκε τον Ιούλιο του 1942 τη Ζωή Σαμαρά, από τα Γρεβενά. Κουμπάρος, ο διοικητής Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης Νικόλαος Μονοχουντής, προσωπικός φίλος του Τσιτσάνη, θαυμαστής του έργου του και γενικώς του ρεμπέτικου τραγουδιού: Μετά τον γάμο του ο Τσιτσάνης άνοιξε, με τον κουνιάδο του ένα ουζερί στο κέντρο της πόλης (Παύλου Μελά 22), ενώ έμενε σε απέναντι διαμέρισμα. Το ουζερί λειτουργούσε τους χειμερινούς μήνες. Τα καλοκαίρια ο Τσιτσάνης έπαιζε σε άλλες ταβέρνες, ενώ έκανε περιοδείες και στις γύρω περιοχές, όπως στη Χαλκιδική. Το 1943, πήγε και έπαιξε στην οικογενειακή ταβέρνα «Καύτσουρα του Δαλαμάγκα», όπου έγραψε το περίφημο «Μπαξέ Τσιφλίκι» κι ύστερα την «Αθηναίισσα», τις «Αραπίνες» τα «Πέριξ», το «Μπλόκο» και τη «Λιτανεία», «Στα Τρίκαλα στα δύο στενά», «Στου Αλευρά τη μάντρα»

Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος στο βιβλίο του «Ο Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του» επισημαίνει ότι: «Παραμένει ανεξήγητο ένα θέμα σχετικό με τη ζωή του Τσιτσάνη στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Πώς παρά τις στενές σχέσεις του με τον Μονοχουντή έγραψε το 1944, τους δύο ΕΑΜικούς ύμνους που τραγουδήθηκαν από τους αριστερούς, αλλά ποτέ δεν βγήκαν σε δίσκο. Μάλιστα, σύμφωνα με τον στιχουργό Κώστα Βίρβο, τους έπαιζε ο ίδιος ο Τσιτσάνης, κρυφά στο ουζερί του, μέχρι το 1946, που το εγκατέλειψε και γύρισε στην Αθήνα, όταν ξανάνοιξαν οι δισκογραφικές εταιρείες».

Το ένα από τα δύο τραγούδια για την αντίσταση έχει τίτλο:

Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ

«Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά

της Ελλάδος τα γερά παιδιά

­ το ντουφέκι πάντα συντροφιά ­

πολεμούν για την ελευθεριά

Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ

της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας

Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς...

Από το 1946 αρχίζει πλέον η δεύτερη μεγάλη δημιουργική περίοδος για τον Βασίλη Τσιτσάνη, που κρατά 37 χρόνια αδιάκοπα, δηλαδή μέχρι την αρρώστια και τον θάνατό του. Τα χρόνια αυτά, κυρίως τα πρώτα 15 είναι τόσο μεστά από δημιουργικές αλλαγές, που αλλάζουν τον ρουν όχι μόνο του ελληνικού τραγουδιού, αλλά και το ύφος της διασκέδασης. Ο Τσιτσάνης συνεχίζει τον καλπασμό του και γράφει τραγούδια που γίνονται μεγάλες επιτυχίες με νέα πλέον ονόματα (Τάκης Μπίνης, Τσαουσάκης, Μπέλλου, Ντάλια, Χασκίλ, Νίνου, Χρυσάφη), αλλά και με τους παλιότερους συνεργάτες του (Στράτο Παγιουμτζή, Ιωάννα Γεωργακοπούλου), με κορυφαία στιγμή τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ένα μεγάλο τραγούδι για το οποίο έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλές και διαφορετικές απόψεις. Έχουν γίνει διάφορα σχόλια, που ωστόσο απέχουν από την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ο συνθέτης συνεργάσθηκε σε κάποιο από τα κουπλέ με τον εκ Λαρίσης στιχουργό Αλέκο Γκούβερη, πράγμα που επιβεβαιώνεται και σήμερα από την ΑΕΠΙ (Εταιρία Πνευματικής Ιδιοκτησίας) από την οποία εκτός των κληρονόμων του Βασίλη Τσιτσάνη, παίρνουν κάποιο αναλογούν ποσοστό, κληρονόμοι του Γκούβερη.

Σε μια κουβέντα που είχαμε με τον Βασίλη Τσιτσάνη, στο καμαρίνι του στο «Χάραμα» της Καισαριανής, την παραμονή των Φώτων του 1983, μιλώντας για τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» μου είπε: «Όταν προβάρισα αυτό το τραγούδι στη Θεσσαλονίκη το φθινόπωρο του 1948, και το άκουσε ο κουμπάρος μου ο Νίκος Μουσχουντής, μου είπε: Βασίλη, αυτό το τραγούδι θα το τραγουδήσουν ακόμα και παπάδες και δεσποτάδες. Θα μείνει αιώνιο. Η μουσική που έκανα για τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" ξεκινάει μέσα από τον δικό μου κόσμο. Ό,τι αισθάνομαι το συνθέτω, το παίζω και το τραγουδώ. Και τα λόγια του τραγουδιού δικά μου είναι. Μην ακούς τι λένε οι διάφοροι».

Φαίνεται πως ο Τσιτσάνης με όσα μου είπε είχε δίκιο. Ήταν ειλικρινής. Γιατί σχεδόν τα ίδια λόγια είχε δηλώσει το 1973, στον Γιώργο Κ. Πηλιχό, σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ»¬, που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του «Δέκα σύγχρονοι Έλληνες».

Εκτός όμως από τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», που αποτελεί ορόσημο για το κοινωνικολαϊκό τραγούδι, ο Τσιτσάνης μεταξύ 1946-1955 έγραψε εκατοντάδες ακόμη τραγούδια με κοινωνικό και ερωτικό περιεχόμενο. Δεν έφερε μόνο αλλαγές στο στούντιο, αλλά και στο πάλκο. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με περισσότερα έγχορδα και πνευστά. Καθιέρωσε σε μόνιμη βάση το πιάνο, με σολίστ τη συνεργάτιδά του Βαγγελιώ Μαργαρώνη, είχε για ακορντεονίστα τον Γιώργο Κουλαζήζη, ανέδειξε νέους και σπουδαίους μπουζουκτσήδες: τους Γιώργο Μανισαλή, Νίκο Τουρκάκη, Ανέστη Αθανασίου, Δημήτρη και Σπύρο Ευσταθίου, Στέλιο Μακρυδάκη, Γιάννη Σταματάκη, Σπόρο, Παπαδόπουλο, Καρνέζη, Καραμπέση.

Ο Τσιτσάνης έσπασε το ταμπού που είχαν οι ρεμπέτες και οι παλιοί λαϊκοί να μη δέχονται στο πάλκο γυναίκα τραγουδίστρια. Αυτός έβαλε πλάι του, την Γεωργακοπούλου, τη Χασκίλ, την Μπέλλου και μετά τη Μαρίκα Νίνου, με την οποία έκανε το πιο δυναμικό ντουέτο της εποχής (1949-1954). Εμφανίσθηκαν για μεγάλα διαστήματα στου «Μαρίνου», «Τζίμη του Χοντρού», «Τριάνα», «Λουζιτάνια», «Ροσινιόλ». Αργότερα έδωσε εντυπωσιακό «παρών» στη δισκογραφία των 45 στροφών με τα μεγάλα ονόματα όπως: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Γκρέυ, Λύδια, Πάνου, Αγγελόπουλος, Σεβάς Χανούμ, Δούκισσα, Σακελλαρίου, Ντάλμα. Η μεταπολεμική δισκογραφία του Τσιτσάνη, σφραγίζεται από εκατοντάδες επιτυχίες (!) που έχουν ερμηνεύσει 103 τραγουδιστές. «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκι», «Το σκαλοπάτι σου», «Αχάριστη», «Οι φάμπρικες», «Ο τραυματίας», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Καΐκι μου ’η Νικόλα», «Ο τσολιάς», «Τρελός Τσιγγάνος», «Κάτσε ν' ακούσεις μία πενιά», «Κάποια μάνα αναστενάζει», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Εγώ πληρώνω τα μάτια π' αγαπώ», «Ζαΐρα», «Γιατί με ξύπνησες πρωί», «Της Γερακίνας γιος», «Το βαπόρι απ' την Περσία». Το 1979 στο «Χάραμα» όπου εμφανιζόταν ώς τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, ηχογράφησε στις 33 στροφές έναν δίσκο για την UΝΕSCΟ σε ζωντανή εκτέλεση με πέντε όργανα και με σιγόντο της Ελένης Γεράνη.

Για τον Βασίλη Τσιτσάνη και το έργο του, πολλά έχουν γραφεί. Του έχουν δοθεί χαρακτηρισμοί, όπως ο «Θεόφιλος της λαϊκής μουσικής», ο «Μεγάλος κλώνος του λαϊκού μας τραγουδιού», «Μεγαλοφυής συνθέτης». Όλα αυτά αποδίδουν ασφαλώς την πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα που κάποιοι μικρόψυχοι προσπάθησαν να αμφισβητήσουν, για κάποια τραγούδια του. Η αλήθεια που βγαίνει μέσα από πολλά στοιχεία συνεργατών, φίλων και συναδέλφων του είναι ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης, όχι μόνον δεν οικειοποιήθηκε εμπνεύσεις κανενός, αλλά αντίθετα χάρισε τραγούδια του, εμπνεύσεις του, σε τραγουδιστές του, όπως στον Στράτο Παγιουμτζή, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και άλλους. Ήταν πάγια αυτή η τακτική του. Ο θάνατος του Τσιτσάνη ανήμερα των γενεθλίων του, την 18η Ιανουαρίου 1984, στο Λονδίνο, άφησε ένα τεράστιο κενό στον χώρο της λαϊκής μουσικής, αλλά και ένα έργο μεγαλόπνοο, υποθήκη για τις επόμενες γενιές. Ήταν ένας σεμνός άνθρωπος που κεντούσε με το μπουζούκι τις εμπνεύσεις του, που έβγαιναν από τα βάθη της ψυχής του. Κατέγραψε με τον πιο μελωδικό τρόπο, με τα πιο όμορφα λόγια και ρυθμούς τις καλές και τις άσχημες στιγμές της ζωής μας. Ανέστησε με το τραγούδι του το λαϊκό αίσθημα. Ήταν ο αληθινός ζωγράφος της λαϊκής μουσικής. Όσο θα υπάρχει Ελλάδα θα υπάρχει και το έργο του Τσιτσάνη.

* Ο δημοσιογράφος Πάνος Γεραμάνης είναι ερευνητής-μελετητής του ρεμπέτικου και του λαϊκού μας τραγουδιού.

ΤΑ ΝΕΑ , 28-12-1999 , Σελ.: N16

Κωδικός άρθρου: A16628N161

Share this post


Link to post
Share on other sites

Francois...............Thank you so much for your very interesting posts about

other Artists. :music: I understand everything! B) It is so good to know,that there are so much other artists,not only DALARAS!!!!! :music:

I think now we know everything about the european music scene :rolleyes: Greetings from Franz(Member of Dalaras community)!!!! :D:pity::razz:

Share this post


Link to post
Share on other sites

But until now we don't know nothing about Francois' first Dalaras concert!

Still waiting for the report! :pity:

Share this post


Link to post
Share on other sites
But until now we don't know nothing about Francois' first Dalaras concert!

Still waiting for the report!  :pity:

This topic is about Tsitsanis, Anna! Now, I'll post my report about my first Dalaras concert when I am in the mood for it. :D

Should I remind you, Anna, that you already had my e-mailed impressions of my first 'Greek' concert and an almost accurate mp3 file of what the first song sounded like?

Share this post


Link to post
Share on other sites
Francois...............Thank you so much for your very interesting posts about

other Artists. :) I understand everything! :music: It is so good to know,that there are so much other artists,not only DALARAS!!!!! :music:

I think now we know everything about the european music scene :music: Greetings from Franz(Member of Dalaras community)!!!! B)  :pity:  :music:

Francois...............Thank you so much for your very interesting posts about

other Artists. :music: I understand everything! :razz: It is so good to know,that there are so much other artists,not only DALARAS!!!!! :razz:

Franz, I think this part of your post is absolutely unfair to me !

I think now we know everything about the european music scene :razz: Greetings from Franz(Member of Dalaras community)!!!! :music:  :D  :razz:

Thanks, also, for reminding me of the fact that you are a member of Dalaras Community. But I have to remind you that this topic is "Ελληνική μουσική - Greek music ->Καλλιτέχνες - Artists ->Βασίλης Τσιτσάνης", it is not "Ελληνική μουσική - Greek music ->Καλλιτέχνες - Artists -> DALARAS", and that Tsitsanis is one of Dalaras' favourite composers.

I also have to remind you that this part of the site is devoted to "Ελληνική μουσική - Greek music", not to European music (besides, Greek music is not entirely European, as you know... :razz: )

I understand everything! :razz:

Don't reproach me with posting articles in Greek, Franz! :mad: We post in the language we want. I'll go on posting in English, Greek and French (not so much in French, as there's a problem with special letters). I have posted links to articles in Dutch and in Norse :music: , and I don't understand a word about those languages. Those articles were about Mariza Koch and GD. Besides, the Greek article I have posted here is one of the best articles I have seen about Tsitsanis, and it was written by a specialist (Panos Geramanis).

I have never reproached anyone with posting in languages we don't understand. Now, if you don't read Greek, whose problem is it, after all?

There was a debate on this site about that "problem". Don't you remember, Franz?

:rolleyes::razz::D:):):):):)

Share this post


Link to post
Share on other sites

Dear Franz, I understood from the smilies ( :blush::D:D ) that you didn't mean to hurt me with your post, but I am not in a mood to laugh for the time being :D:D , and I think I was perfectly justified in answering the way I answered.

Now, here, the thread is Tsitsanis... :D:razz:

Share this post


Link to post
Share on other sites
Now, I'll post my report about my first Dalaras concert when I am in the mood for it. :D

Should I remind you, Anna, that you already had my e-mailed impressions of my first 'Greek' concert and an almost accurate mp3 file of what the first song sounded like?

No, you don't have to remind me! But that was nothing about Dalaras.

Ok. I'll wait for your mood! :razz:

Share this post


Link to post
Share on other sites

«Βρε, πώς μαντρωθήκαμε!»

Ο Τσιτσάνης ήθελε να είναι πάντα εκεί, στο «Χάραμα», να μας περιμένει. Δεν τον ένοιαζε πότε ερχόσουν και πότε έφευγες. Το θεωρούσε αυτό απολύτως δικό σου ζήτημα. Ηθελε να παίζει μέχρι το πρωί.

Οταν ο Καραμανλής, το 1979, υποχρέωσε τα μαγαζιά να κλείνουν στις 2 η ώρα, ο Τσιτσάνης έξαλλος με πήρε τηλέφωνο στη CBS και μου λέει, «Στέλιο, δεν έχω κοιμηθεί καθόλου, κλείσε επειγόντως στούντιο για αύριο και έλα το βράδυ στο μαγαζί»!

Καθόταν σ' αναμμένα κάρβουνα. Είχε ακαριαία γράψει ένα τραγούδι διαμαρτυρίας για την απαγόρευση του Καραμανλή. Ηταν πολύ τσατισμένος. Του ήταν αδιάφορο ποια ήταν η σκοπιμότητα της απαγόρευσης. Ο περιορισμός αυτός άλλαζε τις συνθήκες λειτουργίας του μαγαζιού, άλλαζε τον τρόπο ζωής του, άλλαζε τη σχέση του με το τραγούδι και τον πελάτη, άλλαζε τον ίδιο τον ακροατή και το τραγούδι. Μου ζήτησε να κυκλοφορήσει αμέσως αυτό το τραγούδι σε δίσκο 45 στροφών σαν πράξη διαμαρτυρίας. Ο μικρός δίσκος δεν είχε πια εμπορική απήχηση αλλά είχε το πλεονέκτημα ότι μπορούσε να βγει γρήγορα:

«Πω πω ζημιά που πάθαμε, και με δημοκρατία!

Να φάμε τέτοιο μάντρωμα και τέρμα το ξεφάντωμα,

τέρμα και στην πρωία!

Βρε, πώς μαντρωθήκαμε και σε νταλκάδες μπήκαμε;

Και πώς ν' αλλάξουμε σκοπό απ' το 'να βράδυ στ' άλλο;

Αθήνα μου ξενύχτισσα και στη ζωή αλήτισσα,

πες μου πώς θα τη βγάλω;

Βρε, πώς μαντρωθήκαμε και σε νταλκάδες μπήκαμε;

Κι αυτοί που λεν τα καύσιμα πως είναι η αιτία,

το μέτρο τούτο το σκληρό είναι λιγάκι πονηρό,

είναι και αδικία!

Βρε, πώς μαντρωθήκαμε και σε νταλκάδες μπήκαμε;

Είναι βραχνάς το μάντρωμα, που μπήκε στην καρδιά μας!

Μα πώς να γίνει, δηλαδή, αφού μια ολόκληρη ζωή

η νύχτα είναι δικιά μας!»

Ενιωθε πως το χρωστούσε στους πελάτες του, που ήταν αγανακτισμένοι, και, οι πιο τακτικοί, απελπισμένοι.

7 - 11/01/2004

Copyright © 2001 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.

http://www.enet.gr/online/online_hprint.js...&a=&id=58800036

Share this post


Link to post
Share on other sites

Ο Τσιτσάνης, ο Μάνος και οι Αμερικάνοι

Ο Τσιτσάνης, αποταμιευτής όντας, οικονομικό πρόβλημα δεν είχε, αλλά ήξερε τα συμφέροντά του. Εντούτοις, μια μέρα, μου είπε, εντάξει, θα προχωρήσουμε με την CBS, αλλά με έναν ειδικό όρο.

Λεφτά δεν θέλω, αλλά θέλω κάτι άλλο από τον Αμερικάνο! Θέλω να μου βγάλει μια άδεια να μπω στο ΠΙ ΕΞ, να ψωνίσω μερικά πράγματα που με ενδιαφέρουν!

Εσκασα στα γέλια, με κίνδυνο να παρεξηγηθώ. Μη γελάς, μου λέει, εκεί μέσα μπαίνουν μόνον οι στρατιωτικοί που υπηρετούν στην αμερικάνικη βάση του Ελληνικού. Εχει φανταστικά πράγματα! Θα μπω και θα το σηκώσω!

Μα ήταν τόσο αστείο και τόσο ανατρεπτικό ταυτόχρονα!

Οταν μετέφερα το αίτημά του στον Ραμπίνοβιτς, ο Αμερικάνος νόμιζε ότι του κάνω πλάκα! Του φαινόταν πολύ παράδοξο ότι ένας μεγάλος καλλιτέχνης που η πολυεθνική τον κυνηγούσε να υπογράψει συμβόλαιο, ζητούσε αντί για χρήματα, την άδεια για μια επίσκεψη στο πολυκατάστημα της λεωφόρου Συγγρού. Του ήταν δύσκολο να καταλάβει ότι ο Τσιτσάνης, έχοντας αδυναμία στα αυθεντικά προϊόντα και στις συσκευασίες Made in USA, προτιμούσε να ικανοποιήσει μια παιδική επιθυμία του.

Ετσι, υπέγραψε ο Τσιτσάνης με τη CBS και ο Ραμπίνοβιτς εξασφάλισε την περιπόθητη άδεια από τον αμερικάνο πρέσβη για το ΡΧ! Μάλιστα, ο Τσιτσάνης ενθουσιάστηκε όταν -τη μέρα των υπογραφών- του χαρίσαμε ένα ομοίωμα ταμειακής μηχανής σαν αυτά που είχαν στα σαλούν της Δύσης, το οποίο μας το είχαν στείλει από τη Νέα Υόρκη για μια διαφημιστική καμπάνια.

Περίπου την ίδια εποχή, έζησα άλλο ένα παρόμοιο περιστατικό, με τον Μάνο Χατζιδάκι όταν του πρότεινα συνεργασία. Μου έδειχνε συμπάθεια από τα χρόνια στη Λύρα, που τον βοηθούσα στο στούντιο και του συμπαραστεκόμουν όταν συγκρουόταν με τον φίλο του, τον Αλέκο Πατσιφά. «Εχω έτοιμο υλικό», μου είπε, «το οποίο μπορείτε να το εκδώσετε αμέσως». Κι όταν ήρθε η συζήτηση στις απαιτήσεις του, στου Ζόναρς, ο Χατζιδάκις ήταν σαφής: «Δεν θέλω λεφτά για το δίσκο. Θέλω μόνο να μου φέρετε από την Αμερική ένα βίντεο»!

Ο Ραμπίνοβιτς ήταν καλοπροαίρετος, αλλά με τα αμερικάνικα δεδομένα που τα πάντα μετριούνται με χρήμα, δεν μπορούσε να καταλάβει τη νοοτροπία των μεγάλων καλλιτεχνών μας. Επίσης, του φαινόταν εντελώς ανορθόδοξο ότι οι καλλιτέχνες δεν εκπροσωπούνταν από δικηγόρους, αλλά έκαναν οι ίδιοι τις διαπραγματεύσεις.

7 - 11/01/2004

Copyright © 2001 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.

http://www.enet.gr/online/online_hprint.js...&a=&id=53390884

Share this post


Link to post
Share on other sites

20 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Παίξε, Τσιτσάνη μου...

του Στέλιου Ελληνιάδη

Στα μέσα της δεκαετίας του '70, ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν πολύ χολωμένος από τη συμπεριφορά των νέων διευθυντών της Columbia που, αμέσως μετά το «Σκοπευτήριο» (1975), έκοψαν οριστικά τον ομφάλιο λώρο που τον συνέδεε με την εταιρεία, την οποία κατ' ουσίαν συνδημιούργησε και στους καταλόγους της οποίας βρισκόταν ο τεράστιος πλούτος των τραγουδιών του.

Είχαμε μπει σε νέα φάση των πολιτισμικών δεδομένων, επιταχυνόμενη από τη χούντα που -κρυμμένη πίσω από τις φουστανέλες και τους σταυρούς- υπηρετούσε την αμερικανοκρατία, όχι μόνο στο πολιτικό αλλά και στο πολιτισμικό επίπεδο. Εκείνη την εποχή αρχίζει η κυριαρχία των πολυεθνικών και εισβάλλει το μάρκετινγκ που επιβάλλει την πρωτοκαθεδρία του τραγουδιστή σε βάρος του συνθέτη, ανατρέποντας τους όρους διαμόρφωσης και λειτουργίας του τραγουδιού.

Μέσα σε μια δεκαετία οι εταιρείες ολοκλήρωσαν την αλλαγή προσανατολισμού και η «μάνα» Columbia, χωρίς τον Τάκη Β. Λαμπρόπουλο, απομακρυνόταν από το λαϊκό τραγούδι, αποδεσμεύοντας τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Στράτο Διονυσίου, την Πόλυ Πάνου, τον Μανώλη Μητσιά, τη Δήμητρα Γαλάνη κ.ά., είτε λόγω «ύφους» είτε λόγω «δυστροπίας». Ο Στράτος τους έπεφτε βαρύς, ενώ ο Τσιτσάνης δεν συμμορφωνόταν με τη νέα «λογική», δηλαδή να δίνει μεμονωμένα τραγούδια κατά παραγγελία, για τους «προσωπικούς» δίσκους των τραγουδιστών.

Νέο ξεκίνημα

Οταν ανέλαβα τη θέση του διευθυντή παραγωγής ρεπερτορίου της CBS, τέλη 1976, προσπάθησα να συγκεντρώσω τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του κλασικού λαϊκού τραγουδιού, με πρώτους τον Ακη Πάνου, τον Κώστα Βίρβο, τον Μπάμπη Μπακάλη, την Πόλυ Πάνου και βέβαια, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον οποίο δυσκολευόμουν να πείσω, γιατί η εμπιστοσύνη του στις εταιρίες είχε κλονιστεί.

Επιπλέον, του φαινόμουν πολύ νέος για μια τόσο βαρυσήμαντη θέση που κατείχα. Ομως, με τη συνεχή πολιορκία, επί ενάμιση σχεδόν χρόνο, κέρδισα την εμπιστοσύνη του και άρχισε να το συζητάει.

Αρχισε να με καλεί, όλο και πιο συχνά, στη Γλυφάδα, για να παρακολουθώ τις προσπάθειές του, που καταγράφονταν σε ένα μικρό κασετόφωνο, να φτιάξει μια εισαγωγή με το μπουζούκι, να βρει ένα «δρόμο», να επιλέξει κάποια τραγούδια. «Πώς σου φαίνεται αυτό; Συνηθισμένο; Τρέχει; Να αλλάξω αυτή τη λέξη;»

Τότε, κυριαρχούσε το ελαφρολαϊκό στιλ, η θύελλα του πολιτικού τραγουδιού δεν είχε καταλαγιάσει εντελώς και η αναβίωση του ρεμπέτικου βρισκόταν στα σπάργανα. Ο Τσιτσάνης δούλευε, αλλά το μεροκάματο ήταν ανάλογο της περιορισμένης πελατείας του μαγαζιού, αφού οι εταιρείες και τα ΜΜΕ τον είχαν λησμονήσει.

Ολοι οι παλιοί καλλιτέχνες είχαν διαφορετική νοοτροπία από τους σημερινούς. Οταν πήγαινε καλά το μαγαζί, παίρνανε τα συμφωνημένα, αλλά όταν δεν πήγαινε, μετά τη δουλειά έπαιρναν το όργανο ανά χείρας και έφευγαν χωρίς να περάσουν από το ταμείο, ή όπως έλεγαν στη γλώσσα τους «έφυγε χωρίς να πει καληνύχτα»! Μ' αυτή τη μέθοδο, τα μαγαζιά δεν έκλειναν όταν είχαν αναδουλειές. Ετσι, δεν ξεφτιλιζόταν ο καλλιτέχνης και δεν καταστρεφόταν ο επιχειρηματίας.

Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι κανένας από τους λαϊκούς δημιουργούς δεν έκανε τεράστια περιουσία. Ακόμα και οι πιο «σφιχτοί» είχαν άλλες σταθμίσεις. Το λαϊκό τραγούδι ήταν κατά βάση έκφραση ενός τρόπου ζωής. Κανένας από τους σημαντικούς μουσικοσυνθέτες της χρυσής εποχής -Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Μητσάκης, Χιώτης, Καλδάρας, Δερβενιώτης, Καπλάνης, Παπαϊωάννου, Μπακάλης, Ακης Πάνου, Τάκης Σούκας - δεν έγιναν ζάπλουτοι. Ούτε ο Χατζιδάκις. Πάλευαν για τις αμοιβές και τα ποσοστά τους, αλλά ποτέ δεν καθόρισαν τις εσώτερες επιλογές τους και την πορεία τους από τα χρήματα. Σε αντίθεση με τη σημερινή τραγουδοκρατία, κάθε απόχρωσης, που αντάλλαξε την καλλιτεχνία με τα φράγκα, την γκλαμουριά και την εξουσία.

Στο «Χάραμα»-το λαϊκό μας μαγαζί

Με τον Τσιτσάνη συναντιόμουν τις περισσότερες φορές στο «Χάραμα».

Ο Τσιτσάνης δεν είχε γίνει της μόδας και, στο μαγαζί, τις καθημερινές, έπαιζε για πέντ' έξι παρέες και φίλους. Μια τακτική «αντιπροσωπεία» δημοσιογράφων (Κώστας Παπαϊωάννου, Αντώνης Κορόβηλας, Γιώργος Κοντογιάννης, Νίκος Κακαουνάκης κ.ά.), οι ζωγράφοι Τάκης Τζίφας και Αντώνης Ιωάννου, οι κολλητοί του Ευγενία και Βασίλης Χριστιανός, ο συλλέκτης ρεμπέτικων δίσκων και μελετητής Σπύρος Παπαϊωάννου, ο

Κώστας Χατζηδούλης, Πάνος Σωτηρόπουλος, η ντελικάτη Αννα Μελκίδου που «κεντούσε» με υπέροχα τσιφτετέλια, ο Τάσος Φαληρέας, που με ενθάρρυνε να πλησιάσω τον Τσιτσάνη, και μερικοί άλλοι που τον αγαπούσαν και τον στήριζαν στις δύσκολες χρονιές.

Συνήθως τα λέγαμε σ' ένα από τα τραπέζια πάνω στο πατάρι και όταν είχαμε κάτι πιο σοβαρό, μου έκανε νόημα να πάω στην κουζίνα, σ' ένα τραπεζάκι, κοντά στο μάγειρα, πιο ήσυχα και απόμερα. Οταν είχε ρεπό, τον συνόδευα σε μακρινούς νυχτερινούς περιπάτους ώς τη Βούλα ή τον πήγαινα για δουλειές με τη μοτοσικλέτα, τρεμάμενο! Του έλειπε το μαγαζί γιατί γύρω από το μαγαζί περιστρεφόταν η ζωή του. Εκεί έκλεινε τα ραντεβού, εκεί έκανε πρόβα, εκεί έτρωγε, εκεί την έβρισκε.

Ηξερε όλους τους τακτικούς πελάτες, τους χαιρετούσε με μια καλησπέρα ή ένα κούνημα του κεφαλιού. Ηταν πολύ καταδεχτικός. Μπορούσες να τον πλησιάσεις και να του ζητήσεις τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» ή «Το βαπόρι απ' την Περσία» χωρίς να σου χαλάσει χατίρι. Απεχθανόταν τους κόντρα φωτισμούς γιατί ήθελε να βλέπει τους πελάτες, να ξέρει ποιος τον ακούει και να μετράει τις αντιδράσεις τους. Δεν του άρεσε να τραγουδάει σε σκιές, όπως συμβαίνει σήμερα στις συναυλίες και στα μαγαζιά-αλάνες.

Αμα χόρευε κανένας μερακλής, επιμήκυνε το ταξίμι στη μέση του κομματιού και το έπαιζε πιο στακάτα, ενώ όταν λικνιζόταν καμιά καλονή επαναλάμβανε τα κουπλέ και τα ρεφρέν περισσότερες φορές για να την κρατήσει στην πίστα, για να ικανοποιήσει τους πελάτες που τη χάζευαν, αλλά και τον εαυτό του, αφού οι γυναίκες αποτελούσαν με τη φυσική παρουσία τους τη μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης και ευχαρίστησής του. Και τότε, η όμορφη Ντίνα δεν προλάβαινε τους πελάτες που έραιναν τον καλλιτέχνη και τους χορευτές με λουλούδια. Το πρόγραμμα είχε τη σειρά του, αλλά προσαρμοζόταν ανάλογα με τα παρόντα «πρόσωπα», με τα κέφια του, με τις παραγγελίες των πελατών κ.λπ. Οχι μόνο δεν τον ενοχλούσε ο κόσμος στην πίστα, αλλά και τον διασκέδαζε πολύ. Μάλιστα, συχνά, κάθιζε δίπλα του στο πάλκο, κάποια από τις ωραίες κοπέλες που χόρευαν ή ήθελαν να τραγουδήσουν ή να φωτογραφηθούν μαζί του από τον Βαγγέλη, τον υπέρβαρο αλλά ευκίνητο φωτογράφο του μαγαζιού.

Ο Τσιτσάνης πίστευε ότι το λαϊκό μαγαζί δεν είναι βιτρίνα για να παρουσιάζει ο καλλιτέχνης τον εαυτό του, όποτε θέλει και για όσο τον βολεύει. Το βασικό γνώρισμά του είναι ότι είναι πάντα ανοιχτό. Σε καθημερινή βάση και απεριορίστως. Για να μπορεί ο πελάτης να πάει όποτε νιώσει την ανάγκη, όποτε θέλει να διασκεδάσει ή να απαλύνει τον πόνο του από κάποιο βάσανο. Το μαγαζί είναι ένα διαρκές θεραπευτήριο ψυχής στην υπηρεσία του πελάτη. Γι' αυτό οι πελάτες είναι το μέτρο των πάντων. Αυτοί δέχονται ή απορρίπτουν τα τραγούδια. Είναι ο δοκιμαστικός σωλήνας από τον οποίο ο δημιουργός παίρνει όλες τις απαραίτητες «πληροφορίες».

Ο Τσιτσάνης μετρούσε ακόμα και τα χαμόγελα, τις γκριμάτσες και τους αναστεναγμούς των πελατών. Αλλοι ήταν χαρούμενοι κι άλλοι σεκλετισμένοι, άλλοι ερωτεύονταν κι άλλοι χώριζαν, άλλοι ήταν διακριτικοί κι άλλοι σαματατζήδες. Τους καταλάβαινε από τον τρόπο που κάθονταν, που έπιναν, που ξόδευαν, που χόρευαν. Ακουγε τις ιστορίες τους από πρώτο χέρι όταν κατέβαινε στα τραπέζια και καθόταν με τις παρέες ή από τους σερβιτόρους.

Ολη του τη ζωή στηρίχτηκε στους πελάτες των μαγαζιών όπου δούλευε. Γι' αυτό δεν διεκδίκησε λεφτά από το κράτος, γι' αυτό δεν χρειάστηκε να ανέβει από το υπόγειο στο σαλόνι για να δεξιώνεται πολιτικούς και παράγοντες που θα του εξασφάλιζαν χορηγίες και εξαρτήσεις. Φίλος με όλους, αλλά όχι άλλα νταραβέρια.

Το τραγούδι υπάρχει χάρη στα μαγαζιά, μου έλεγε. Το μαγαζί μάς συντηρεί, αλλά κυρίως μας φέρνει σε άμεση καθημερινή επαφή και επικοινωνία με τον ακροατή, το μαγαζί μας δίνει τη δυνατότητα να κάνουμε σε καθημερινή βάση αυτό που μας εκφράζει, και στο μαγαζί δουλεύεται το τραγούδι.

Η νύχτα αλλάζει

Εκείνα τα χρόνια, ο Τσιτσάνης παρακολουθούσε ανεπηρέαστος τις αλλαγές που γίνονταν στη διασκέδαση. Ηταν η δεύτερη φάση των αλλαγών που επηρέασαν την εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού. Στην πρώτη, ο ίδιος με επιμονή και θυσίες αρνήθηκε να παραδώσει τα πρωτεία στους τραγουδιστές που με την υποστήριξη των μεγάλων εταιρειών, παραγκώνιζαν τους συνθέτες. Προτίμησε τα χαμηλότερα μεροκάματα και τα «δεύτερα» μαγαζιά προκειμένου να διατηρήσει το ρόλο του. Δεν δέχτηκε να μπει κάτω από τους τραγουδιστές, ούτε να τους παραδώσει την επιμέλεια του προγράμματος.

Ο Τσιτσάνης ήξερε καλά ότι το λαϊκό τραγούδι άνθιζε τα χρόνια που αναμφισβήτητος επικεφαλής των προγραμμάτων ήταν ο συνθέτης. Το κέντρο διασκέδασης ήταν ένα εργαστήρι όπου ο αρχιμάστορας που έκανε γενικό κουμάντο έδενε τα αισθήματα και τα βιώματα με τη μουσική. Τσιτσάνης, Χιώτης, Καλδάρας, Δερβενιώτης, Μητσάκης, Παπαϊωάννου, Ζαμπέτας, Τατασόπουλος, Καπλάνης... Αυτοί γεννούσαν, καθοδηγούσαν και εξόπλιζαν με τα κατάλληλα τραγούδια τούς τραγουδιστές.

Στα χρόνια που αναπτυσσόταν το λαϊκό τραγούδι, τα μαγαζιά ήταν ο χώρος ζύμωσης. Γι' αυτό, όταν άρχισε να αλλάζει ο χαρακτήρας του μαγαζιού και η πελατεία, το λαϊκό απορυθμίστηκε και βγήκε από τα νερά του, σαν τα δελφίνια και τις φάλαινες που όταν χάσουν τον προανατολισμό τους ξεβράζονται στην άμμο.

Ο Τσιτσάνης ήταν περήφανος που δούλευε στο «Χάραμα», χωρίς ακριβή διακόσμηση, με κοινά τραπεζομάντηλα, μέσα στο άλσος της Καισαριανής, δίπλα στον τόπο εκτέλεσης των 200 πατριωτών από τους γερμανούς κατακτητές. Ο Παπαλαζάρου και ο Κίμωνας που διαχειρίζονταν το μαγαζί δεν είχαν παράλογες απαιτήσεις και έμεναν αμέτοχοι στους ψευτοδιαπληκτισμούς του Τσιτσάνη με την Μπέλλου.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι στο θαυμάσιο φιλμ-αφιέρωμα που σκηνοθέτησε ο φίλος μου και συνεργάτης Γιάννης Μπασίπαγλης για τον Τσιτσάνη, το μοναδικό με πρωταγωνιστή τον ίδιο, με αφορμή τα τραγούδια που ηχογραφούσαμε, τα γυρίσματα δεν έγιναν στο Ηρώδειο ή σε κανένα shic μέρος, αλλά στο υπόγειο του σπιτιού του και στο μαγαζί. Ο Τσιτσάνης δεν κομπλάρει απ' τη λιτότητα του ντεκόρ και αισθάνεται άνετα στο φυσικό του χώρο. Βάζει τον Γιώργο Νταλάρα που συμμετέχει ως «γκεστ σταρ», απέναντί του, στο τραπεζάκι που κάθε βράδυ τρώει την μπριτζόλα του, για να τραγουδήσουν μαζί την «Αρχόντισσα», με φόντο στοίβες από λευκά φρεσκοπλυμένα πιάτα.

Αυτά, την εποχή που οι μισοί τραγουδιστές σπρώχνονταν για μια θέση στα κοσμικά μαγαζιά της παραλίας και οι άλλοι μισοί, οι «ποιοτικοί», ετοιμάζονταν να καταγγείλουν τα λαϊκά μαγαζιά ως τόπους κατωτάτης υποστάθμης για να μεταπηδήσουν στις μεγαλομπουάτ, τα θέατρα, τις μουσικές σκηνές και τα «στούντιο», προκειμένου να ευπρεπίσουν «τα μπουζούκια», παραμερίζοντας ή υπαλληλοποιώντας τους συνθέτες, καταργώντας το φαγητό και απαγορεύοντας το χορό! Ετσι, μεταλλάσσοντας το ζεϊμπέκικο από χορευτικό τραγούδι σε ακουστική μπαλάντα και δένοντας τον ακροατή των λαϊκών τραγουδιών στην καρέκλα επί ποινή επίπληξης ή αποβολής (μόνο χειροκροτήματα που αποθεώνουν τον τραγουδιστή-θεό επιτρέπονται), αποκαθαίρουν το λαϊκό τραγούδι, προετοιμάζοντάς το για να μπει στα σαλόνια και τα γήπεδα!

Ηχογράφηση και λογοκρισία

Μια εποχή, πήγαινα στο «Χάραμα» με τη Ζανέτ Καπούγια, από την Ουρουγουάη. Του άρεσε πολύ, ως τραγουδίστρια και ως γυναίκα, και έδινε σήμα στην ορχήστρα να παίξει το «Γκουανταναμέρα» για να ανέβει η Ζανέτ στο πάλκο. Ο ίδιος έπαιζε μπουζούκι στο «Ποροπομπέρο» και τη συνόδευε στα φωνητικά. Μου έλεγε ότι του θύμιζε τη Νίνου, με τη φωνή και το μπρίο της. Και δεν μπλόφαρε, αφού όταν μπήκαμε στο στούντιο του Σμυρναίου, στην οδό Σκαραμαγκά, στο Μουσείο, για τις «12 νέες λαϊκές δημιουργίες», μου λέει, θέλω τη Ζανέτ για δεύτερη φωνή στο τραγούδι «Η τελευταία μου ζαριά». Βασίλη, του απαντάω, ακόμα της μαθαίνω να προφέρει σωστά τα ελληνικά, φοβάμαι μήπως δεν τα καταφέρει. Εκανα τον «δύσκολο» στον άνθρωπο που είχε αναδείξει τις ωραιότερες φωνές του ελληνικού τραγουδιού!

Εκείνος ήξερε πού πατούσε σταθερά και πού χρειαζόταν ενίσχυση. Κράτησε για τον εαυτό του εκείνα που του πήγαιναν και μοίρασε τα άλλα στους συνεργάτες του, Ελένη Γεράνη, Ανθή Αγγελίδου και Ηλία Μακρή. Στο μπουζούκι, επιστράτευσε δίπλα του τον περίφημο Γιάννη Παλαιολόγου, ένα σπουδαίο μπουζουξή, που δεν έδρεψε ποτέ τις δάφνες που του αξίζουν.

Σε λίγες ώρες ηχογραφήσαμε τα δώδεκα τραγούδια στο Polysound, αλλά η υποστήριξη που είχε ο δίσκος από το διαφημιστικό τμήμα της εταιρείας εξαντλήθηκε σε μια ωραία παρουσίαση στον «Βρούτο», στου Στρέφη.

Και σαν μην έφτανε αυτό, η επιτροπή λογοκρισίας της ΕΡΤ, απαγόρευσε τη μετάδοση όλων των κομματιών του δίσκου ως ακατάλληλων!

Είχαν περάσει από την επιτροπή του υπουργείου Προεδρίας που λογόκρινε προληπτικά, αλλά για να μεταδίδονται τα τραγούδια από το μονοπωλιακό κρατικό ραδιόφωνο έπρεπε να περάσουν και από την αντίστοιχη επιτροπή της ΕΡΤ που τα χαρακτήριζε ελεύθερα ή όχι!

Ενώ η επιτροπή του υπουργείου έλεγχε κυρίως τους στίχους, η επιτροπή της ΕΡΤ έλεγχε κυρίως το ύφος και το είδος των τραγουδιών! Ετσι, τα τραγούδια του Τσιτσάνη αντιμετωπίζονταν με μεγάλη προκατάληψη από τους κρατικούς υπαλλήλους, αφού η υπαγωγή τους στην κατηγορία των «βαριών» λαϊκών, συνεπαγόταν την απαγόρευση της ραδιοφωνικής μετάδοσής τους. Απ' αυτή την άποψη, το λαϊκό τραγούδι παρέμενε θύμα της κρατικής αυθαιρεσίας και του αποκλεισμού ακόμα και μετά την ουσιαστική άρση της λογοκρισίας στο πολιτικό τραγούδι!

Με τον κατάλογο των κομμένων τραγουδιών στο χέρι, ανέβηκα θυμωμένος στην ΕΡΤ. Η επιτροπή έκρινε ότι τα τραγούδια αυτά δεν είναι ποιοτικά, μου εξήγησε η διευθύντρια του ραδιοφώνου. Απ' όλα, μόνο ένα-δυο θα μπορούσαν να περάσουν, αν διορθωθούν! Για παράδειγμα, η επιτροπή θεωρεί την «Αθηναίισσα» πολύ μάγκικη, και αν αλλάξουν οι λέξεις που προκαλούν, όπως «μαγκίτισσα», θα επανεξεταστεί και ίσως περάσει!..

Το ίδιο βράδυ, μετέφερα στον Τσιτσάνη το ρεζουμέ. Ο Βασίλης στεναχωρέθηκε πολύ για τα τραγούδια του και για την εταιρεία. Θα πάμε στο στούντιο να αλλάξουμε το στίχο, μου λέει, για να έχετε τουλάχιστον ένα τραγούδι να παίζετε στις ραδιοφωνικές σας εκπομπές.

Τόσο συνεργάσιμος ήταν, ακόμα και μπροστά στην κρατική βαρβαρότητα.

Εξοστρακισμού συνέχεια

Μετά την αποχώρησή μου λόγω διαφωνιών από τη CBS, τέλη '79, σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες που είχα συγκεντρώσει περιέπεσαν σε δυσμένεια, από τον Τσιτσάνη ώς τη Μαρίζα Κωχ. Η εταιρεία στρεφόταν πλέον στον Λευτέρη Πανταζή και την Αντζελα Δημητρίου. Ο Τσιτσάνης βρέθηκε πάλι εκτός εταιρείας. Ημασταν και οι δύο άστεγοι!

Το 1982, η παρέα μας (Φαληρέας, Κοντογιάννης, Ακης Πάνου, Αρβανίτης, Παπαδάκης και λοιποί) βγάλαμε το «Ντέφι» και ανοίξαμε το θέατρο Λυκαβηττού με την ιστορική συναυλία «Ανατολικά της Αθήνας». Ετσι, την επόμενη χρονιά σκεφτήκαμε να οργανώσουμε μια συναυλία για να τιμήσουμε τον Τσιτσάνη.

Ενα βράδυ, λίγες μέρες πριν από τη συναυλία που είχαμε εξαγγείλει, τον βρήκα με τις πιτζάμες στο προαύλιο του υπογείου της Γλυφάδας, ακινητοποιημένο σε μια καρέκλα, με το χέρι του, από τον καρπό και κάτω, στο γύψο! Θέλω να πάω στην τουαλέτα εδώ και δυο ώρες και δεν μπορώ μ' αυτό το καταραμένο το πράμα που δεν λέει να στεγνώσει, μουρμούριζε εκνευρισμένος. Βάλαμε τα γέλια, με τον Σώτο Αλεξίου, που ήθελε με το εκμαγείο να φιλοτεχνήσει τα μαγικά δάχτυλα του δεξιοτέχνη. Αφήσαμε για λίγο τον γλύπτη και μπήκαμε μέσα να κουβεντιάσουμε. Ακούμπησα πάνω στο κρεβάτι την προκαταβολή από τα λεφτά που είχαμε συμφωνήσει, αλλά ο Βασίλης ήταν αρνητικός. Στέλιο, με βασανίζει πάρα πολύ αυτή η συναυλία στο Λυκαβηττό. Εκεί πάνω, θα πουντιάσω και θα πεθάνω. Τώρα, με το ζόρι αναπνέω. Με καταλαβαίνεις, έτσι;

Η αγάπη επικράτησε, η συναυλία ακυρώθηκε!

Κοντά στο τέλος

Την εποχή 1980-1984, το λαϊκό τραγούδι είχε μια εκτυφλωτική αναλαμπή! Λίγο η φασαρία που έκανε το «Ντέφι» αποενοχοποιώντας το λαϊκό τραγούδι, λίγο οι κομπανίες και οι επανεκδόσεις των ρεμπέτικων τραγουδιών, λίγο οι νέοι δημιουργοί και ερμηνευτές (Ξυδάκης, Ρασούλης, Παπάζογλου, Νικολόπουλος, Γλυκερία, Βιτάλη κ.ά.), λίγο το άνοιγμα της τηλεόρασης της ΕΡΤ επί Βασίλη Βασιλικού, λίγο οι ζεϊμπεκιές του Ανδρέα Παπανδρέου στο «Χάραμα», όλα μαζί δημιούργησαν ένα καλύτερο περιβάλλον για τον Τσιτσάνη που εν αγνοία των πάντων διήνυε την τελευταία φάση της ένδοξης και πλούσιας ζωής του, παίζοντας και τραγουδώντας στο «Χάραμα»!

Ομως, οι μεγάλες εταιρείες, που συνέχισαν να επανεκδίδουν τις κλασικές επιτυχίες του (και ένα «ζωντανό» από την Κρήτη η Μίνως), δεν ενδιαφέρθηκαν να τον αγκαλιάσουν ξανά! Γι' αυτό, ο Τσιτσάνης βρήκε αποκούμπι στη μικρή Venus της ηρωικής Τζίνας, που μέχρι σήμερα αγωνίζεται με το δισκοπωλείο τής Πανεπιστημίου, ηχογραφώντας και κυκλοφορώντας «Το Χάραμα» (1980) και την έσχατη «Λιτανεία» (1983).

Από το '77 ώς το τέλος του '83, που τον παρακολουθούσα από πολύ κοντά, σαν φίλος και συνεργάτης του, ο Τσιτσάνης υπογράμμισε με τη συνέπειά του τη σπουδαιότητα του λαϊκού μαγαζιού στη γέννηση και λειτουργία του τραγουδιού. Εδωσε δε, μερικές δεκάδες τραγούδια, καινούρια, ανέκδοτα παλιά και παλιά σε νέα εκτέλεση, σημαντικά σε ποσότητα και ποιότητα. Από το «Δηλητήριο στη φλέβα» που ξαναηχογραφήθηκε από τη Γλυκερία και μπήκε στο ρεπερτόριο πολλών τραγουδιστών, ώς το περίφημο «Βαπόρι απ' την Περσία» που δεν έγινε δισκογραφική επιτυχία όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1980, σαν επίκαιρο σχόλιο και σε ένδειξη συμπόνιας προς όλα «τα αλάνια που θα μείνουνε χαρμάνια», αλλά χρόνο με το χρόνο έγινε τεράστιο σουξέ διαχρονικό!

Κάτω από συνθήκες «παντός καιρού», ο Τσιτσάνης με το έργο και τη στάση του όρισε τα πλαίσια και τις συντεταγμένες του λαϊκού τραγουδιού. Σήμερα έχει περάσει στο πάνθεον των ηρώων. Τον αναγνωρίζουν οι πάντες και τα τραγούδια του είναι πανταχού παρόντα.

Ομως, το πνεύμα του είναι αλλού. Οι δημιουργοί του τραγουδιού εξαφανίστηκαν ή αλλοτριώθηκαν με τις επιχορηγήσεις, οι τραγουδιστές επικράτησαν κατά κράτος, τα μαγαζιά μετατράπηκαν σε ευρωεισπράκτορες, τα ΜΜΕ στηρίζουν οτιδήποτε φτηνό, γελοίο και κακόγουστο, οι εταιρείες δίσκων βούλιαξαν κάτω από το βάρος της ασχετοσύνης και της αφροσύνης, και, τέλος, οι πελάτες το 'βαλαν στα πόδια κι όπου φύγει-φύγει!..

Ο Τσιτσάνης δεν θα ξανάρθει, ποτέ!

7 - 11/01/2004

Copyright © 2001 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.

http://www.enet.gr/online/online_hprint.js...&a=&id=45504676

Share this post


Link to post
Share on other sites

Είκοσι χρόνια απουσίας

Ενα «πολυθέαμα με την αυστηρότητα του αισθήματος που συναντάμε στον Τσιτσάνη». Δύσκολος ο στόχος των συντελεστών του αφιερώματος στον Τσιτσάνη, το οποίο, με αφορμή την 20ή επέτειο από το θάνατο του μεγάλου μας λαϊκού συνθέτη (στις 18 Ιανουαρίου) και με τίτλο «Ο,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ - Γιώργος Νταλάρας: είκοσι χρόνια απουσίας», παρουσιάζεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την Κυριακή κατ' αρχάς και ύστερα και στις 12, 14, 16 και 17 Ιανουαρίου. Δύσκολος, αλλά εφικτός.

Το είχαν διαπιστώσει και όσοι είχαν παρακολουθήσει το πρώτο αφιέρωμα στον Τσιτσάνη, στο Μέγαρο Μουσικής και πάλι, Φεβρουάριο του 2001. Σχεδόν ίδιο είναι και τώρα το σχήμα των συντελεστών και η λογική διάρθρωσης του προγράμματος που, πάντως, όπως τόνισε ο πρόεδρος του Οργανισμού Μ.Μ.Α. Χρήστος Λαμπράκης, «δεν είναι καθόλου μια παραλλαγή του προηγούμενου αφιερώματος, αλλά μία εντελώς νέα προσέγγιση». Οσο για την ένταξη ενός αφιερώματος για τον Βασίλη Τσιτσάνη στο πρόγραμμα του Μεγάρου, όχι μόνο «αποτελεί τιμή για εμάς», όπως είπε ο διευθυντής καλλιτεχνικού προγραμματισμού Νίκος Τσούχλος, αλλά είναι και αυτονόητη αφού, κατά τον κ. Λαμπράκη, «το καλό είναι κλασικό και ό,τι είναι κλασικό έχει θέση σ' αυτόν το χώρο».

«Προεξάρχων» του αφιερώματος, ο Γιώργος Νταλάρας έχει κι έναν ακόμα λόγο να χαίρεται: στις 19 Ιανουαρίου κυκλοφορεί από τη Minos-Emi το τρίπτυχο έργο «Ο,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ», περιλαμβάνοντας τη ζωντανή ηχογράφηση του πρώτου αφιερώματος, αλλά και, σε επιμέλεια του Κώστα Χατζηδουλή, οκτώ σπάνιες ηχογραφήσεις τραγουδιών από πρόβες που είχε κάνει κατά καιρούς ο Τσιτσάνης με τον Νταλάρα. Πρόκειται, όπως εξήγησε ο διευθύνων σύμβουλος της Minos-Emi Μίλτος Καρατζάς, για μια «εξαιρετικά πολυτελή -και σε εμφάνιση και σε περιεχόμενο- έκδοση», που θα πωλείται μόνο έναντι 23,90 ευρώ, σχεδόν δηλαδή στην τιμή ενός cd.

Ολα αυτά δεν είναι για τον Γιώργο Νταλάρα «μια ακόμα επαγγελματική δραστηριότητα», αλλά μια «ψυχική διαδικασία αγάπης. Ηταν φίλος του πατέρα μου. Είχα τη χαρά και την τύχη να τον γνωρίσω από πολύ μικρός. Τον αγαπάω μέχρι λατρείας. Δεν παίζουμε λοιπόν τα τραγούδια του για να τα παίξουμε: είναι η γλώσσα μας, η ιστορία και η παράδοσή μας, αλλά κυρίως είναι η ζωή και οι αναμνήσεις μας». Μιλώντας αναλυτικά για τη μουσική του Τσιτσάνη που «ξεπέρασε το χρόνο», ο Γιώργος Νταλάρας διαφώνησε με εκείνη τη ρήση του Χατζιδάκι ότι «ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν μεγάλος όταν ο ίδιος δεν το γνώριζε»: «Ο Τσιτσάνης πρωτοέγραψε τραγούδια το 1937 και μέχρι το 1940 πιστεύω πως είχε ήδη επίγνωση και του τι κάνει και του τι θέλει να κάνει. Ηξερε ότι ήταν μεγάλος, αλλά δεν ήθελε να επιδείξει το μεγαλείο του...»

Τα αφιερώματα στο Μέγαρο Μουσικής επιβεβαιώνουν την πρόβλεψη που είχε κάνει κάποτε ο Νταλάρας, λέγοντας στο συνθέτη «πως τα τραγούδια του θα τα παίζουν κάποτε και οι μεγάλες ορχήστρες». Η τωρινή ορχήστρα θα έχει μάλιστα και μία μεγάλη ιδιαιτερότητα: θα συμμετέχουν δέκα μπουζούκια, που δεν θα παίζουν όμως ταυτόχρονα το ίδιο.

Είναι μια από τις καινοτομίες της παράστασης, που φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή του Σταμάτη Φασουλή. Κύρια επιδίωξη του τελευταίου, να διατηρηθεί η «αυστηρή γραμμή του Τσιτσάνη. Να είναι ένα θέαμα που έχει τα πάντα, χωρίς να φωνάζει γι' αυτά».

Και, πράγματι, η παράσταση έχει τα πάντα. Εκτός από τη μουσική (με την επιμέλεια του ίδιου του Νταλάρα που επέλεξε και το υλικό, και την ενορχηστρωτική επιμέλεια του Κώστα Γανωσέλη), οι ηθοποιοί Ολγα Δαμάνη, Χρήστος Πλαϊνής και Γιάννης Σιδεράς θα διαβάσουν τα κείμενα που έχουν γράψει ειδικά για το αφιέρωμα ο Φασουλής, αλλά και ο Θανάσης Νιάρχος και ο Γιάννης Κοντός. Ο Λεωνίδας Ντεπιάν, αποφεύγοντας «κάθε τουριστικό και κάθε μπαλετικό στοιχείο», έκανε τη χορογραφία σε τρία τραγούδια που λειτουργούν ως ιντερμέτζο. Χορεύει ο κορυφαίος της Λυρικής Στράτος Παπανούσης, αλλά και 13 ακόμα χορευτές. Τη σκηνοθεσία του οπτικού υλικού έκανε ο Νίκος Σούλης, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια όλης της παράστασης ο Γιώργος Πάτσας και η Τότα Πρίτσα, αντίστοιχα. Και, βέβαια, μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα τραγουδούν η Ελένη Τσαλιγοπούλου, ο Γεράσιμος Ανδρεάτος, η Γιώτα Δρακιά, ο Γρηγόριος Νταραβάνογλου, αλλά και τα μέλη της Παιδικής Χορωδίας του Δημήτρη Τυπάλδου.

Ευχαριστίες σε όλους τους συντελεστές αλλά και στα παρόντα χθες παιδιά του συνθέτη, τον Κώστα και τη Βικτωρία Τσιτσάνη, απηύθυνε ο Γιώργος Νταλάρας. Χαιρετισμό απηύθυνε και ο Δημήτρης Κοντομηνάς εκ της χορηγού NovaBank.

Ν. ΧΑΤΖ.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 09/01/2004

Copyright © 2001 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.

http://www.enet.gr/online/online_hprint.js...2&a=&id=6063188

Share this post


Link to post
Share on other sites

Τα καλύτερα του Τσιτσάνη

Μια μονογραφία για τον λαϊκό συνθέτη που εξετάζει την πιο γόνιμη εικοσαετία της ζωής του

ΓΙΩΡΓΟΣ B. ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΤΗΣ

Ο Βασίλης Τσιτσάνης (1915-1984) αποτελεί αναμφίβολα ένα αδιαπραγμάτευτο σύμβολο του λαϊκού μας πολιτισμού. «Με τον Τσιτσάνη θυμόμαστε ότι έχουμε πολιτισμό» έλεγε ο θυμόσοφος Γιάννης Τσαρούχης. H πολυσήμαντη μουσική προσφορά του δεν έχει αποτιμηθεί ακόμη ολόκληρη, αφού συνεχώς προκύπτουν καινούργια στοιχεία για τη ζωή και το έργο του, τα οποία δημοσιοποιούνται σε ποικίλες εκδηλώσεις και δημοσιεύματα. Τα περίπου 550 τραγούδια τα οποία δισκογράφησε από το 1936 ως την τελευτήν σχεδόν του βίου του, τρίλεπτα λαϊκά τεχνουργήματα, αποτελούν ξεχωριστό όσο και πολύτιμο κεφάλαιο της ντόπιας μουσικής παράδοσης. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το αντισυμβατικό, χωρίς επωδό, τραγούδι του «Συννεφιασμένη Κυριακή», αδρό, σπαρακτικό ζεϊμπέκικο των χρόνων της Κατοχής, που γραμμοφωνήθηκε το 1948, λειτουργεί ως εξαίσιος ομφάλιος λώρος ανάμεσα στο βυζαντινό μέλος και στη σύγχρονη λαϊκή τραγουδοποιία· και ευλόγως απολαμβάνει την υπέρτατη δημοτικότητα στις απανταχού κοινότητες - και στις καρδιές - των Ελλήνων. Σε έναν δημιουργό τέτοιας εμβέλειας αξίζουν προφανώς ανάλογες βιβλιογραφικές αναφορές.

Ο κατάλογος ωστόσο των βιβλίων που τον τιμούν είναι εξαιρετικά μικρός. Σημείο εκκίνησης για όποιον επιθυμεί την προσέγγιση αποτελεί το βιβλίο Βασίλης Τσιτσάνης: H ζωή μου, το έργο μου (Νεφέλη, 1980) το οποίο περιέχει μια συζήτηση-ποταμό ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στον Κώστα Χατζηδουλή, εμπλουτισμένη με στίχους πολλών τραγουδιών του και με πολλά ιστορικά και μουσικά στοιχεία. Είναι, συν τοις άλλοις, το πρώτο χρονικά σχετικό βιβλίο από τα διαθέσιμα. Δεν στερούνται ενδιαφέροντος τα Βασίλης Τσιτσάνης: Μύθος ρεμπέτικος (Νίτσα Λουλέ-Θεοδωράκη, εκδόσεις Μανιατέας, 1997), Το φαινόμενο Τσιτσάνης (Νέαρχος Γεωργιάδης, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2001), Βασίλης Τσιτσάνης: Ενας μεγαλοφυής λαϊκός συνθέτης (επιμέλεια Αναστασία-Βαλεντίνη Ρήγα, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2003), Βασίλης Τσιτσάνης ο ατελείωτος (Διονύσης Μανιάτης, εκδόσεις Πιτσιλός, 1994), Ο Βασίλης Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του (Ντίνος Χριστιανόπουλος, εκδόσεις Διαγώνιος, 1994) και Βασίλης Τσιτσάνης: H παιδική ηλικία ενός ξεχωριστού δημιουργού (Σώτος Αλεξίου, εκδόσεις Καστανιώτη, 1998).

Ως το 1957

--------------------------------------------------------------------------------

--------------------------------------------------------------------------------

Το βιβλίο του Σώτου Αλεξίου, βασισμένο σε μαρτυρίες του ίδιου του δημιουργού αλλά και φίλων και συγγενών του, υποσχόταν εμμέσως τη συνέχεια αφού παρακολουθεί εξ ορισμού τα παιδικά μόνο χρόνια του στη γενέτειρα πόλη των Τρικάλων. Ούτε τώρα πάντως ολοκληρώνεται η διαδρομή, αφού η αυλαία της εξιστόρησης πέφτει το έτος 1957. Το συγγραφικό ενδιαφέρον εστιάζεται στην πλέον δημιουργική περίοδο του μουσικού-τραγουδοποιού από το 1935, όταν εγκαταλείπει τα Τρίκαλα, ως το 1957, όταν το σκηνικό του λαϊκού τραγουδιού έχει αλλάξει με την εδραίωση του αρχοντορεμπέτικου, ενώ αρχίζει να διαφαίνεται στον ορίζοντα η απειλή των ινδοπρεπών τραγουδιών - εκείνη τη χρονιά, το 1957, προβάλλεται η επική ταινία Γη ποτισμένη με ιδρώτα, με τη Ναργκίς. Οπως και στο πρώτο βιβλίο του, έτσι και σε αυτό ο Σώτος Αλεξίου δεν διεκδικεί φιλολογικές διακρίσεις. Εικαστικός καλλιτέχνης είναι άλλωστε και στη συγγραφή των δύο βιβλίων οδηγήθηκε από την υπέρμετρη εκτίμησή του προς το πρόσωπο του Τσιτσάνη· για την εκτίμηση αυτή δεν είναι άμοιρη, πιθανόν, η καταγωγή του συγγραφέα, μια και έχει γεννηθεί στην Καλαμπάκα.

Συγκέντρωσε μεθοδικά πληροφορίες και μαρτυρίες είτε από τον ίδιο τον Τσιτσάνη (συνδέθηκε με φιλία μαζί του το 1969) είτε από ανθρώπους του οικογενειακού του περιβάλλοντος (η πλέον αξιόπιστη μα και αστείρευτη πηγή υπήρξε, εν προκειμένω, ο κουνιάδος του Τσιτσάνη Ανδρέας Σαμαράς) είτε από συναδέλφους (απολαυστικές οι μαρτυρίες του Τάκη Μπίνη) και φίλους του μουσικού από τα διάφορα μέρη όπου έζησε. Στα 31 κεφάλαια του βιβλίου, συνυφαίνοντας τον μύθο με την πραγματικότητα, ο Σώτος Αλεξίου περιγράφει τη μυθιστορηματική από τη φύση της διαδρομή του Τσιτσάνη που έχει συγκεκριμένους σταθμούς: Τρίκαλα - Αθήνα - Θεσσαλονίκη (θητεία) - Αθήνα - Μέτωπο Αλβανίας - Τρίκαλα - Θεσσαλονίκη (Κατοχή) - Αθήνα. Πλάθει έτσι μια ευκολοδιάβαστη και ευδόκιμη βιογραφία, το κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η λαϊκή γλαφυρότητα. Από τον κορμό της «αφήγησης», που είναι η ζωή του Τσιτσάνη, φυτρώνουν συχνά «κλαδιά» (άλλοτε πρόσωπα, άλλοτε γεγονότα) όχι μόνο με μουσικό αλλά ενίοτε με πολιτικό και κοινωνικό ενδιαφέρον. Οι παλινδρομήσεις στον χρόνο δεν λείπουν, όπως και η έμφαση σε συγκεκριμένα γεγονότα. Οπως δεν λείπουν και οι ανακρίβειες, τις οποίες ο συγγραφέας αποδίδει στην εξασθενημένη μνήμη του Τσιτσάνη (σελ. 425).

Φωτογραφική ένταση

Υπάρχουν όμως και κάποιες ανακολουθίες όπως φέρ' ειπείν η γνωριμία του Τσιτσάνη με τον Γιώργο Τσανάκα (σελ. 57 και 65) ή ανακρίβειες ιστορικές (π.χ., στη σελ. 26 υπάρχει φωτογραφία με επεξηγηματικό κείμενο «Νεολαία ΕΟΝ Τρικάλων 1935» ενώ στην αμέσως επόμενη σελίδα περιγράφεται παρέλαση στα Τρίκαλα της Νεολαίας του Μεταξά, η οποία προσδιορίζεται στο φθινόπωρο του 1935, αμφότερα λανθασμένα, αφού ο Μεταξάς κήρυξε τη δικτατορία στις 4 Αυγούστου 1936 και η ΕΟΝ οργανώθηκε αργότερα). Αλλά και καλλιτεχνικές ανακολουθίες εντοπίσαμε (στη σελ. 33, λ.χ., αναφέρεται ότι το 1936 ηχογράφησε δύο τραγούδια του Τσιτσάνη η δασκάλα της Κάλλας υψίφωνος Ελβίρα ντε Ιντάλγκο - δεν προφέρεται Χιντάλγκο, όπως αναγράφεται - ενώ πρόκειται για τη λαϊκή τραγουδίστρια Ελβίρα Κάκκου, από την Καβάλα, στη δε σελ. 91 αναφέρεται: «Την προτίμηση των Θεσσαλονικέων συγκεντρώνει η βασίλισσα του τραγουδιού Κάκια Δενδρή...»· προφανώς πρόκειται για την Κάκια Μένδρη), οι οποίες προέρχονται προφανώς από σύγχυση του συγγραφέα και με τη σειρά τους δημιουργούν σύγχυση στον αναγνώστη.

Το βιβλίο, πάντως, παρά τις εμφανείς τάσεις θεμιτής έστω εξιδανίκευσης ως και αθέμιτης αγιοποίησης, περιέχει πλήθος πληροφορίες που εμπλουτίζουν σημαντικά τις γνώσεις για τον σπουδαίο δημιουργό και την εποχή του. Οι περιγραφές διαθέτουν συχνά φωτογραφική ένταση, όπως π.χ. εκείνες που αφορούν την περίοδο της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη - ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται για περισσότερα στοιχεία ας αναζητήσει και τις λογοτεχνικότερες περιγραφές του Γιώργου Σκαμπαρδώνη στο μυθιστόρημά του Ουζερί Τσιτσάνης (εκδόσεις Κέδρος, 2001). Τα παραρτήματα, τέλος, τα οποία περιέχουν τους στίχους των 244 τραγουδιών που γραμμοφώνησε ο Τσιτσάνης από το 1946 ως το 1957 σε δίσκους 78 στροφών και όλα τα τραγούδια που ηχογραφήθηκαν σε δίσκους 45 στροφών, αλλά και το πλήθος των φωτογραφιών που συνοδεύουν τα κείμενα και το παράρτημα με τις σημειώσεις, καθιστούν την έκδοση από χρηστική ως πολυτρόπως ωφέλιμη. Εχοντας ωστόσο γνώση του σχετικού εκδοτικού μικροκόσμου είμαστε πεπεισμένοι ότι το ολοκληρωμένο βιβλίο για τον Βασίλη Τσιτσάνη δεν έχει γραφτεί ακόμη.

Ο κ. Γιώργος B. Μονεμβασίτης είναι κριτικός μουσικής.

ΤΟ ΒΗΜΑ , 18-01-2004

Κωδικός άρθρου: B14067S061

http://tovima.dolnet.gr/demo/owa/tobhma.pr...06&aa=1&cookie=

Share this post


Link to post
Share on other sites

BAΣIΛHΣ TΣITΣANHΣ

Πολύτιμες ηχογραφήσεις

Το γεγονός ότι η μουσική και τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη είναι πάντα διαχρονικά δεν είναι κάτι καινούργιο και αυτό φαίνεται από τις συνεχείς επανεκδόσεις που κυκλοφορούν στην αγορά. H νέα κασετίνα που εκδόθηκε αυτές τις ημέρες από την Alpha Records περιλαμβάνει τρία CD με γνωστές και άγνωστες επιτυχίες του Τσιτσάνη, με μοναδικές, σπάνιες και πολύτιμες ηχογραφήσεις. Στο πρώτο CD, δύο τραγουδιστές της νεώτερης γενιάς, ο Μιχάλης Δημητριάδης και η Νάντια Καραγιάννη, ερμηνεύουν σε σημερινή εκτέλεση 19 παλιά τραγούδια.

Μεταξύ αυτών «Τα λιμάνια», «Το παλιόσπιτο», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Όμορφη Θεσσαλονίκη». Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το δεύτερο CD αυτής της σειράς, στο οποίο υπάρχουν ιστορικές ηχογραφήσεις με ερμηνευτές μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού: Στέλιος Καζαντζίδης, Πόλυ Πάνου, Γιάννης Παπαϊωάννου, Ρένα Ντάλμα, ʼννα Χρυσάφη, Μπέμπα Μπλανς, Απόστολος Νικολαΐδης. Στο τρίτο CD, ο Τσιτσάνης αυτοσχεδιάζει με το μπουζούκι του και τραγουδά απαγορευμένα ρεμπέτικα.

ΤΑ ΝΕΑ , 13-11-2004 , Σελ.: P02

Κωδικός άρθρου: A18089P025

ID:441427

http://ta-nea.dolnet.gr/neaweb/nsearch.pri...8089&m=P02&aa=5

Share this post


Link to post
Share on other sites

AΠANTA BAΣIΛH TΣITΣANH

Eρωτικός με το στανιό!

Tις ανακρίβειες και τις σκιές σχετικά με το έργο και τη ζωή του Bασίλη Tσιτσάνη επιχειρεί να ξεκαθαρίσει η έκδοση των «Aπάντων» του

ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ

Στην καινούργια (και πρώτη) έκδοση με τα «’παντα» του Βασίλη Τσιτσάνη υπάρχει ομόθυμη έγκριση, αλλά και συμμετοχή των παιδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, Βικτωρίας και Κώστα. Και τα ντοκουμέντα αποδεικνύουν την καθαρότητα του έργου του, προσφορά στην ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση. Πέρα από τα 580 τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, ακόμη κι εκείνα που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του ή παραμένουν μέχρι σήμερα ανέκδοτα, ο τόμος «Βασίλης Τσιτσάνης - ’παντα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του περιοδικού «Λαϊκό Τραγούδι» του Γιώργου Κοντογιάννη (από το οποίο «TA NEA» προσημοσιεύουν αποσπάσματα) εξηγεί και την στροφή του Τσιτσάνη σε ένα «νέο» είδος τραγουδιού στη δεύτερη εποχή (μεταπολεμικά) της δημιουργίας του:

«Από το 1953 και μετά φαίνεται ότι το λαϊκό τραγούδι μπαίνει σε μια νέα περίοδο, καθώς παρατηρούνται αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο γράφει τα τραγούδια του από τότε», γράφει ο Τρικαλινός φιλόλογος Θεόφιλος Αναστασίου που είχε την επιμέλεια των «Απάντων». «H αλλαγή του τρόπου με τον οποίο γράφει ο δημοφιλέστερος και κατά γενική ομολογία σημαντικότερος τότε συνθέτης του λαϊκού τραγουδιού δείχνει, νομίζω, πόσο έντονες είναι οι πιέσεις που δέχεται, τόσο από το κοινό όσο και από τις δισκογραφικές εταιρείες, για τις οποίες πιέσεις δεν μπορεί πια να αδιαφορεί.

Από το 1946 και μετά ο Τσιτσάνης αρχίζει αργά αλλά σταθερά να χρησιμοποιεί στα τραγούδια του το ρεφρέν, μια στροφή που συγκεντρώνει υποτίθεται το κεντρικό μήνυμα του τραγουδιού και η οποία επαναλαμβάνεται αμέσως μετά το τέλος κάθε στροφής. Από το 1953 και μετά όμως η εικόνα των τραγουδιών του αντιστρέφεται, καθώς είναι πια ελάχιστα τα τραγούδια του που δεν έχουν ρεφρέν.

H αλλαγή αυτή μπορεί να φαίνεται αμελητέα σήμερα σ' εμάς, που έχουμε συνηθίσει όχι μόνο ν' ακούμε τέτοιου τύπου τραγούδια, αλλά δεν ξέρω πόσο αμελητέα μπορεί να ήταν για τον ίδιο τον Τσιτσάνη, πόσο μπορεί να του στοίχισε η "προσαρμογή" αυτή.

Εκείνο που νομίζω ότι δεν θα πρέπει να μας διαφύγει είναι ότι τελικά με την επικράτηση του ρεφρέν το λαϊκό τραγούδι προσεγγίζει τον τρόπο με τον οποίο γράφονταν το "ελαφρό" τραγούδι ευρωπαϊκού στυλ. Κι αν αυτό φαίνεται, από την οπτική γωνία της καθαρότητας, υποχώρηση του λαϊκού έναντι του "ελαφρού" (και είναι ώς ένα βαθμό καθώς το λαϊκό τραγούδι πλησιάζει έτσι περισσότερο προς έναν αφηρημένο και γενικό μέσο όρο του ακροατηρίου), το γεγονός ότι το λαϊκό τραγούδι κατόρθωσε να κρατήσει το παλιό ακροατήριό του και να κερδίσει επίσης νέους ακροατές, που ήταν πιθανό να του γυρίσουν την πλάτη και να στραφούν προς τα ευρωπαϊκά και τα λατινοαμερικάνικα, τη μόδα της εποχής, πρέπει να καταλογιστεί στα θετικά της προσπάθειας που έκαναν τότε οι λαϊκοί συνθέτες. Οι οποίοι αντιμετώπιζαν, όπως είναι γνωστό, πολύ έντονες πιέσεις. Τόσο μάλιστα που μερικοί εγκατέλειψαν εντελώς τους λαϊκούς ρυθμούς κι άντλησαν τις εμπνεύσεις τους από ξένες μουσικές πηγές (π.χ. Μανώλης Χιώτης).

Στιχουργικά, πολύ σημαντικό ποσοστό των τραγουδιών του Τσιτσάνη, περίπου το 30% της αμέσως μεταπολεμικής - εμφυλιοπολεμικής περιόδου 1946-1949 αναφέρονταν σε κοινωνικά και πολιτικά θέματα, ενώ το ποσοστό αυτό ανεβαίνει περίπου στο 38% την τριετία 1950-1952 και επανέρχεται στο 31% από το 1953 μέχρι το 1959. Μικρό είναι επίσης και το ποσοστό των ανατολίτικων ρυθμών που χρησιμοποιεί την "εποχή" αυτή: έξι μόνον τραγούδια σε ρυθμό οριεντάλ ή τσιφτετέλι εξέδωσε από το 1953 μέχρι το 1959.

H εικόνα όμως αλλάζει πολύ μετά το 1959. Το εμφανέστερο από τα στοιχεία του τραγουδιού που αλλάζει είναι οι ρυθμοί, τους οποίους αναγκάζεται ακόμη και ο Τσιτσάνης να χρησιμοποιήσει (το 40% των τραγουδιών του από το 1959 μέχρι το 1969 είναι συνθέσεις σε ρυθμούς οριεντάλ, συρτοτσιφτετέλια ή τσιφτετέλια) καθώς επίσης και τα θέματα των τραγουδιών του, μιας και με το είδος αυτό του ρυθμού είναι αδύνατον να καλυφθούν κοινωνικά θέματα. H αλλαγή των ρυθμών επηρεάζει επίσης και τη μετρική των τραγουδιών του. Τα κλασικά μέτρα της λαϊκής στιχουργίας δεν μπορούν να ανταποκριθούν στους ρυθμούς αυτούς κι έτσι παρουσιάζονται μετρικές ανωμαλίες».

Έγινε ξαφνικά ο Τσιτσάνης τόσο... ερωτύλος και αδιάφορος για ό,τι συνέβαινε γύρω του επί μια ολόκληρη δεκαετία; Ασφαλώς όχι, επισημαίνει ο Θεόφιλος Αναστασίου: «Το γεγονός ότι τα θέματα των τραγουδιών του μονοπωλεί ο έρωτας οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι αισθάνθηκε, πως αν δεν ακολουθούσε τη μόδα που επέβαλλαν οι εταιρείες, ίσως και να εξαφανιζόταν, ως παρωχημένος και ντεμοντέ, από τη δισκογραφική επικαιρότητα - και ο Τσιτσάνης ήταν 45 ετών το 1959. ʼλλωστε πολύ γρήγορα η ένταση των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων της περιόδου 1961-1967 επιβάλλει μια διαφορετικού τύπου μουσική και ποιητική προσέγγιση και το ενδιαφέρον των δισκογραφικών εταιρειών για τραγούδια κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου μονοπώλησαν οι νέοι "έντεχνοι" συνθέτες (Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Μούτσης, κ.λπ.)».

Εγκατέλειψε το οριεντάλ

«Από το 1970 μέχρι το 1973 ο Βασίλης Τσιτσάνης δημοσίευσε ελάχιστα τραγούδια, αλλά επανέρχεται δριμύτερος μετά τη μεταπολίτευση όχι μόνο συνεχίζοντας τις επανεκδόσεις παλαιότερων επιτυχιών του (τη φορά αυτή συστηματικότερα και με τραγούδια που δεν είχαν ξανακουστεί από την πρώτη τους κυκλοφορία), αλλά και με την έκδοση νέων τραγουδιών του. Μέσα σε δυο χρόνια 1975-1977 εκδίδει δύο δίσκους LP με 24 νέες δημιουργίες, στις οποίες έχει εγκαταλείψει εντελώς τους ρυθμούς οριεντάλ και το 1983 πραγματοποίησε τις τελευταίες του εκδόσεις με όσα τραγούδια έκρινε, σαν καλός μάστορης, ότι δεν έπρεπε να μείνουν στην αφάνεια».

INFO

Ο τόμος «Βασίλης Τσιτσάνης - ’παντα», σε επιμέλεια Θεόφιλου Αναστασίου κυκλοφορεί αύριο από τις εκδόσεις «Λαϊκό Τραγούδι». Σελ. 516, τιμή: 30 ευρώ.

ΤΑ ΝΕΑ , 21-12-2004 , Σελ.: P21

Κωδικός άρθρου: A18121P211

ID:446710

Share this post


Link to post
Share on other sites

AΦIEPΩMA ΣTΟN TΣITΣANΗ

Αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη από συναυλία (στα Τρίκαλα) περιλαμβάνει το DVD, που κυκλοφορεί από τη Λύρα (Κίνηση). Περιλαμβάνει 22 από τα πιο γνωστά κλασικά τραγούδια του μεγάλου λαϊκού δημιουργού. Βασικοί ερμηνευτές είναι η Μαριώ και ο Παντελής Θαλασσινός, ενώ συμμετέχουν και νέοι ερμηνευτές που πήραν μέρος στη συναυλία (της ΔΕΚΑ Τρικάλων) στον «Μύλο Ματσόπουλου». Οι νεώτεροι ερμηνευτές που τραγουδούν τα τραγούδια του Τσιτσάνη σε αυτή τη συναυλία είναι οι Γιάννης Πέτρου, Μαρία Πουλιανίτη, Μάνος Καρτσιούκας, Απόστολος Γούναρης, Κώστας Όκκας. Ο Παντελής Θαλασσινός αποδίδει την «Αρχόντισσα», το «Αράπικο λουλούδι», «Κάθε βράδυ λυπημένη», «Όταν συμβεί στα πέριξ», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», ενώ η Μαριώ τραγουδά «Τα αλάνια», «Ακρογιαλές δειλινά», «Τα καβουράκια». Στο DVD, από τη συναυλία, τα τραγούδια είναι πασίγνωστα και πολυτραγουδισμένα. Το νέο στοιχείο είναι οι εξαιρετικές ερμηνείες του Θαλασσινού και της Μαριώς, αλλά και των πέντε νέων ερμηνευτών που συμμετέχουν με την ψυχή τους.

ΤΑ ΝΕΑ , 22-01-2005 , Σελ.: P02

Κωδικός άρθρου: A18146P023

ID:450704

Share this post


Link to post
Share on other sites
Guest
You are commenting as a guest. If you have an account, please sign in.
Reply to this topic...

×   You have pasted content with formatting.   Remove formatting

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

Loading...